Σαρανταπέντε Οιδίποδες (κι εξηνταδυό Αμλέτοι)
Φέτος μάλλον σύρθηκα στις παραστάσεις -πήγα επειδή μου έβγαλαν άλλοι εισιτήριο. Οπότε η γκρίνια μπορεί να αποδοθεί και σε κακή διάθεση ή κορεσμό. Πάντως κάθε φορά στις μπύρες που ακολουθούν, ψιλοσυμφωνούμε διάφοροι πως: δεν.
Γενικά είναι αστείο να πιστεύουμε ότι για τη συμμετοχή μας στα θεάματα αρκεί μόνο ένα μυαλό και μια καρδιά (που πάλλεται από συγκίνηση). Κατά περίπτωση μπορεί κέντρο της παράστασης να γίνει η ουροδόχος κύστη. Και η καρέκλα που κάθεσαι και το εισιτήριο που πλήρωσες και το κρύο / η ζέστη, έχουν τη σημασία τους. Ιδίως αν αυτό που βλέπεις μοιάζει με κουρσάκι που τρέχει μόνο του σε άδειες πίστες. Θα εξηγηθώ, ελπίζω, παρακάτω.
Στον Άμλετ του Wooster group ο πρώτος εκνευρισμός ήρθε από την έλλειψη υπερτίτλων. Χάζευα τους παγιδευμένους θεατές να πλέουν στον ωκεανό των σαιξπηρικών αγγλικών (σε νεοϋορκέζικη εκφορά) - ώρα επτά το απόγευμα, με τον ήλιο στις λαμαρίνες της Πειραιώς. Τον εαυτό μου λυπόμουνα, αλλά έριχνα και ματιές αλληλεγγύης γύρω μου. Ανά τέταρτο της ώρας μάς προσφερόταν ψήγμα κειμένου σε μετάφραση, ώστε να θυμόμαστε σε τι ακριβώς ΔΕΝ έχουμε πρόσβαση.*
Η παράσταση χτίζεται πάνω στην κινηματογραφική εκδοχή του 1964 με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, η οποία παίζει καθ’ όλη τη διάρκεια σε background projection. Πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα. Έργα τόσο κεντρικά της δυτικής κουλτούρας όπως ο Άμλετ, ενσωματώνουν πλέον και τις αποδόσεις τους, άρα μπορείς να τις πάρεις σοβαρά υπόψη σου στο ανέβασμα, να παίξεις μ’ αυτές.
Πράγματι η σκηνοθέτις παίζει. Αναλαμβάνει το τιτάνιο (δεν κάνω πλάκα) έργο να αναπαραστήσει επί σκηνής την ταινία. Οι ηθοποιοί μιμούνται συνεχώς (μα ΣΥΝΕΧΩΣ) τις κινήσεις των συναδέλφων τους υιοθετώντας μια ιδιόμορφη κινησιολογία μικροαιωρήσεων, μαζί με φαστφόργουαρντ και ριγουίντ εκρήξεις, κατά την αίσθηση του παλιωμένου φιλμ με τις στιγμιαίες αναπηδήσεις, τα κενά, τις επικαλύψεις του. Ακόμα περισσότερο: οι ηθοποιοί στήνουν επακριβώς τα πλάνα της ταινίας μετακινώντας οι ίδιοι το σκηνικό κατά τη διάρκεια της δράσης ώστε να πετύχουν τη φιλμική γωνία λήψης.
Τρομερό εύρημα αλλά πρέπει να δεις την έντασή του για να το καταλάβεις: οι μονόλογοι και οι διάλογοι διακόπτονται διαρκώς (μα ΔΙΑΡΚΩΣ) για να αλλάξουν θέση τα πρόσωπα, τα τραπέζια οι καρέκλες. Και ενώ το κινηματογραφικό μοντάζ λειτουργεί δια της (αυτο)απόκρυψης, εδώ μετατρέπεται σε κεντρικό στοιχείο για πάνω από δύο ώρες. Δυστυχώς έτσι, κάτι που αρχικά αναγνωρίζεις ως ευφυές, στη χιλιοστή επανάληψή του αδυνατίζει μέχρι εκμηδενίσεως. Γέλασα αυθόρμητα πολλές φορές (οι ηθοποιοί πετάγονται σαν να τους τσιμπάει μύγα, ζυγίζονται δεξιά-αριστερά, γίνονται θέατρο σκιών) αλλά δεδομένου ότι οι γύρω μου παρακολουθούσαν απορροφημένοι δεν ήξερα αν προβλεπόταν τόσο γέλιο από τη διεύθυνση. Μέχρι το τέλος αναρωτιόμουν αν πρόκειται για ολοκληρωμένη παρωδία ή όχι. Σ’ αυτή την λεπτή κόψη του σπαθιού (και του νοήματος) κινείται συνολικά η παράσταση.
Είναι σαφές ότι μιλάμε για πλήρη αποδραματοποίηση. Δεν υπάρχει πρόθεση να συγκινηθεί κανένας (ηθοποιός ή θεατής) ή να βουτήξει στην ιστορία- αυτά θεωρούνται πασέ και ίσως καλά κάνουν. Το στυλ είναι κυρίαρχο, η αισθητική αποθεώνεται. Αλλά καθώς η κατεύθυνση είναι μονόδρομη, ευθύγραμμη και χωρίς στόχευση, ξαφνικά, εκεί που προσπαθείς και προσπαθείς να εφεύρεις ένα σοβαρό λόγο για να σ’ αρέσει (πέραν της φόρμας), ένα σταθερό σημείο να κρατηθείς, τσακ, το όλον καταρρέει πανηγυρικά και μια απέραντη πλήξη (το κουρσάκι που λέγαμε) σε κυριεύει… πλέον είσαι μόνος σου σε έναν ατελείωτο διάδρομο δίχως πόρτες και κρυμμένα μυστικά. Και έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς τι είδους εμμονή είναι αυτή με τις αέναες διασκευές ενός λαϊκού θεάτρου όπως το σαιξπηρικό ή το αρχαιοελληνικό, θέατρο που στηρίζεται τόσο πολύ στην τεράστια χειρονομία και τον ποιητικό του λόγο και την ιεροπραξία (στοιχεία προς τα οποία τρέφουμε σήμερα σχετική έως πλήρη απώθηση) και τι είδους νέοι θεατές είμαστε εμείς, τι είδους (μη) συγκίνηση προσπαθούμε να αποσπάσουμε από (άλλη μια) επιμελημένη άσκηση ύφους, από (άλλο ένα) θεατρικό εργαστήριο λεπτών απολαύσεων και εγκεφαλικής γκουρμέ.
Μου τη δίνει η κατεδαφιστική κριτική, ιδίως όταν πρόκειται για έργο ανθρώπων που πάσχισαν και ίδρωσαν, κριτική η οποία συνήθως οχυρώνεται πίσω από μια κρυφοφασίζουσα λογική του μέσου όρου και φτιάχνεται με τα ίδια της τα λόγια. Βρίσκω πολύ εύκολο και φτηνό ένα κείμενο που αρθρώνεται γύρω από εκφράσεις τύπου «μην τρελαθούμε τώρα» και «έλεος». Αλλά κάπως πρέπει να μιλήσεις (όχι πάντως έτσι) για την αίσθηση του κενού που αφήνει εκείνη η θεατρική πράξη η οποία αναζητά ασυλία σε μια σημειολογία της πρωτοπορίας χωρίς να μπορεί να κρύψει τη διάχυτη αμηχανία της και την έλλειψη οράματος. Υπάρχουν φυσικά και οι αποτυχίες, δεν είναι όλα προς θάνατο. Ας μην με πιάνει η γενίκευση και η εσχατολογία. Το Wooster group φημίζεται για τις εξαιρετικές δουλειές του.
[Γενικά δεν ξέρω τι θέλω. Τον εγκλωβισμό μου σ’ ένα θεατρικό ανικανοποίητο μπορεί να χαζέψει κάποιος- αν θέλει να κόψει φλέβες- στην υπερπαραγωγή που ανέβασα προ διετίας. (1, 2, 3, 4, 5) ]
Και επειδή οι κρίσεις είναι εντελώς υποκειμενικές, διαβάστε δυο θετικότατες και σεβαστές κριτικές για την παράσταση, εδώ και εδώ.(κριτική του Μ. Μιχαήλ, Lifo 19/6-σελ.18, δεν τη βρίσκω online). Πολύ θα ήθελα να δω κι εγώ έτσι τα πράγματα. Ειλικρινά.
*
Στο κοινό ήταν και ο Μαρμαρινός, ξανθός Άμλετ κι εκείνος, την εκδοχή του οποίου είχα παρακολουθήσει πριν χρόνια με μεγάλο ενδιαφέρον. Ήγουν τουτέστι δεν φταίνε οι πρωτοπορίες αλλά το βλέμμα- αν και ο Μαρμαρινός συγκρινόμενος με άλλους φαντάζει σήμερα παλιομοδίτης. Εννοώ ότι παρότι θα υπέγραφε μια τέτοια παράσταση στα επιμέρους, δεν θα εξόριζε ποτέ τη συγκίνηση. Την ίδια αρχή ακολούθησε και στο «Πεθαίνω σα χώρα» όπου ο λυρισμός του δούλευε σαν ενοποιητικό στοιχείο και συγκολλητική ουσία (των παθημάτων της χώρας), ήτοι του ενός ταλαίπωρου σώματος, το οποίο και ενσάρκωσαν ευφυώς δεκάδες κομπάρσοι, δηλαδή πάλι εμείς.
(Θεούλη μου, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το ποστ…)
(συνεχίζεται με gospel at Colonus)
-------------
*Δεν θεωρώ ένα τέτοιο κείμενο δευτερεύον ή δεδομένο. Αντίθετα, πολλή ουσία και ανανέωση και πρωτοπορία βρήκα στην τολμηρή κίνηση του Χειμωνά, να αφαιρέσει το ερωτηματικό από τη φράση «to be or not to be?» επιστρέφοντάς της το χαμένο νόημα: Να ζεις. Να μη ζείς...