Τα κάλαντα του γκαντέμη
Αξημέρωτα ακούω το πρώτο κουδούνι. Τέλος πάντων, το δικό μου αξημέρωτα μπορεί να είναι και εννέα το πρωί αλλά αυτό δεν έχει σημασία για την ιστορία μας.
Η πρώτη μου σκέψη είναι: κάτι έχω κάνει και με ψάχνουν! Πρόκειται για ενοχικό σύνδρομο που αναπτύχθηκε μέσα μου με τα χρόνια εξαιτίας των φανταστικών εξεγέρσεων κατά του συστήματος. Τέλος πάντων, συνέρχομαι γρήγορα και θυμάμαι. Πρόκειται για τα κάλαντα..
Η επόμενη ακριβώς εικόνα που σχηματίζεται είναι ένα χιονισμένο τοπίο με δύο ξανθά κοριτσάκια στην πόρτα μιας ξύλινης καλύβας. Εγώ προφανώς βρίσκομαι μέσα στην καλύβα και καλούμαι να ανοίξω στους αγγέλους.
Μέχρι να φτάσω στην πόρτα το όνειρο θρυμματίζεται και νέο άγχος εγκαθίσταται, γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από ενοχικός είμαι και αγχώδης. Έχω ψιλά; Πού τα έχω; Πού είναι το παντελόνι μου;
Όμως ανοίγω. Και όπως είναι επόμενο (προκύπτει και από τον τίτλο) δεν υπάρχουν ξανθά αγγελάκια αλλά ο Βαγγέλης. Ο Βαγγέλης είναι γνωστός τύπος από τη δεκαετία του ογδόντα. Εκείνος δεν με θυμάται γιατί φυσικά, όταν μπλέξεις με πρέζα δεν εστιάζεις στους ανθρώπους αλλά στη χρήση τους. Τέλος πάντων, ο Βαγγέλης, κρατάει ένα τριγωνάκι στο χέρι και φοράει τον γνωστό Αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Τα γόνατα σε ημικάθισμα, η φωνή του υγρή, νταγκλαριστή (όπως λέμε κελαρυστή):
- Να τα πω;
- Να τα πεις.
Ψάχνοντας για τα γυαλιά μου (που δεν τα βρίσκω γιατί δεν τα βλέπω-φαύλος κύκλος) και για ψιλά που όπως είναι αναμενόμενο δεν υπάρχουν (προκύπτει και από τον τίτλο) σκέφτομαι αν ο Βαγγέλης προλαβαίνει να μου φάει κανα μπουφάν που κρέμεται ή να πάρει μάτι τη διαρρύθμιση του σπιτιού για μελλοντική χρήση.
Τέλος πάντων, τον ψιλοελέγχω. Όλο «τέλος πάντων» λέω, κόλλησα. O Βαγγέλης φταίει.
Πριν τελειώσει το αργό κατρακύλισμα της μελωδίας, του δίνω δεκάευρο και ρωτάω αν έχει ρέστα.
Ο Βαγγέλης συγκατανεύει αργά με το κεφάλι. Αργά βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, αργά το βγάζει, αργά κοιτάζει κάτι λερωμένα κέρματα. Μου τα δίνει.
Ένα ευρώ και είκοσι λεπτά και πενήντα λεπτά και δέκα λεπτά και πέντε λεπτά.
Με κοιτάει. Τον κοιτάω. Συλλαμβάνω τον τίτλο.
Αργά ξαναβάζει το χέρι στο παντελόνι, αργά το βγάζει, αργά κοιτάζει κι άλλα λερωμένα κέρματα.
Μου τα δίνει.
Πενήντα λεπτά και είκοσι λεπτά και δέκα λεπτά.
Με κοιτάζει.
Τον κοιτάζω. Ξανασκέφτομαι τον τίτλο.
-Χρόνια πολλά, του λέω μελαγχολικά.
-Χρόνια πολλά ρε πατέρα, μου κάνει.
Σκέφτομαι έκτοτε τη φράση του. Μοιάζω για πατέρας; Έχω συμπεριφορά πατρική; Στάθηκα πατέρας για εκείνον;Τέλος πάντων.
*
Μετά την περσινή επιτυχία που σημείωσε το εφέ με τα φώτα, ξανακατεβάζουμε και φέτος τους διακόπτες για να υποδεχτούμε τον καινούριο χρόνο.
Καλή χρονιά σε όλους. Να ’στε καλά ρε πατέρες!