Wake me up when winter ends
Στη Discolata, τον Naftilo, τον Oneiro, τον Crazy Monkey, τη Lemon, τον Πάνο και τα υπόλοιπα παιδιά που μας διαβάζουν από εκεί. Η πόλη τους δεν έχει σχέση με τη δική μου μυθοπλασία.
Η χιονισμένη Αθήνα, με γύρισε σε άλλες εποχές. Η εξιστόρηση που ακολουθεί είναι μεγάλη και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρ’ εκτός αν τη δεις σαν παραμύθι που λέγεται δίπλα σε τζάκι γιατί η νύχτα είναι μεγάλη και ο χρόνος πολύς. Έχει πάντως δύο θετικά: στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και διαθέτει φωτογραφίες.
*
Τους χειμώνες μετά το ’84 -ως και το ’88- έμενα στη Θεσσαλονίκη ως πολιορκημένος φοιτητής (απ’ το χιονιά), σ’ ένα διαμέρισμα-ποντικότρυπα. Ήταν στη Χαραλάμπους Κυπρίου, μικρή κάθετη της Εγνατίας, στη γωνία του Χασιώτη. Ο Χασιώτης και τα κορίτσια του με τις ροζ ποδιές, ήταν συχνά οι μόνοι άνθρωποι που συναντούσα μέσα στη μέρα. Έβγαινα μόνο γι’ αυτή τη φοβερή τυρόπιτα ταψιού που υποκαθιστούσε τα δύο γεύματα και για τσιγάρα. Ίσως και για τη Βαβέλ. Παρακολουθούσα τότε τα κόμιξ λιγάκι και από μόδα, αφού μόνο δύο σκιτσογράφοι μ’ άρεσαν πραγματικά: ο Loustal και ο Pazienza. O δεύτερος, είχε αναρχικό σκίτσο ιδιαίτερα εκφραστικό και το ύφος του ήταν όλα-τα-στυλ-του-κόσμου-μαζί στην ίδια ιστορία. Θυμάμαι το «σημάδι μιας άνευ όρων παράδοσης» που με είχε ρουφήξει στο αναχωρητικό του κλίμα. Ένας νεαρός φωτογράφος (που τον θέλουν πολύ τα κορίτσια) αποτραβιέται σιγά σιγά από την παρέα, καθώς χάνει το ενδιαφέρον του για τη ζωή, ακολουθώντας την ενδιάθετη κλίση του. (Πάντα η ίδια πεισιθάνατη οπτική που σε τυλίγει στη γοητεία της, όσους από εμάς τουλάχιστον έχουμε τραφεί παιδιόθεν με το ροκ μυθιστόρημα).
*
Η Βαβέλ και ο υπόλοιπος τύπος της εποχής στοιβάζονταν πάνω στο γραφείο, ένα τραπέζι λιγάκι δήθεν, με μεταλλικούς σωλήνες για πόδια, τοποθετημένο στη γωνία των παραθύρων · το φως που περνούσε φώτιζε μια μικρή περιοχή του γραφείου -το διάβασμα χρειαζόταν απαραιτήτως πορτατίφ. Για βιβλιοθήκη χρησιμοποιούσα κάτι μαύρους κύβους από νοβοπάν που είχα εμπνευστεί και συναρμολογήσει ο ίδιος. Το κρεβάτι, ένα πλαίσιο από σανίδες που κούμπωναν στις άκρες, δεν το έβαψα ποτέ. Τώρα βρίσκεται στο εξοχικό, στο χωριό, και κάθε καλοκαίρι υπόσχομαι στη μάνα μου ότι θα το βάψω. Αν και νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια δεν με ρωτάει πια, έχει απελπιστεί.
*
Η θέα από το παράθυρο. Η Θεσσαλονίκη του κέντρου είναι βαριά και ασήκωτη.
Θυμάμαι έντονα να με τυλίγει η σιωπή. Ώρες στην ίδια θέση του γραφείου, σε μια πάνινη καρέκλα που σκιζόταν σιγά σιγά στις γωνίες της πλάτης, προσηλωνόμουν στους απέναντι τοίχους. (Συχνά το κάνω αυτό: προσηλώνομαι κάπου χωρίς σκέψεις· έτσι, έστω για λίγο γίνομαι μέρος του τοπίου- πού είσαι Κρισναμούρτι να δεις τα παιδιά σου!). Η θέα από το σημείο που καθόμουν ήταν προς τον λεγόμενο ακάλυπτο, ένα απροσδιόριστο, μελαγχολικό κέντρο που δημιουργούσαν θηριώδεις πλάτες πολυκατοικιών με ξεφλουδισμένα παραθυρόφυλλα. Εκτός της πραγματικής υγρασίας των τοίχων, εντός δέσποζε και η αφίσα της Νοσταλγίας, με όλη τη μυθολογία του νερού και της μνήμης που τη συνόδευε. Ήταν η εποχή του Ταρκόφσκι στο σινεμά, του Πεντζίκη και του π. Γοντικάκη, του Γιανναρά και του Ράμφου, του Σαββόπουλου και του Ξυδάκη, του Χ. Βακαλόπουλου στο αθηναϊκό ραδιόφωνο( με τις θρυλικές νυχτερινές του εκπομπές «διαμάντια στον ουρανό της νύχτας» ή «σκάλα για τα αστέρια», αν θυμάμαι καλά)- η ευγενής δηλαδή πλευρά ενός φαινομένου με δημιουργική κορύφωση και απογοητευτική εξέλιξη· αποχωρώντας εκείνοι, πήραν μαζί τους και την ουσιαστική αναζήτηση, το ιδιαίτερό τους βλέμμα. Στα απόνερα της τέχνης τους τσαλαβουτάνε σήμερα εθνοκεντρισμοί και αφέλειες παντοίου είδους, σε σημείο ανησυχητικό.
Στο κέντρο του δωματίου άναβε και έσβηνε διαρκώς ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ· το κλίμα της Θεσσαλονίκης με τσάκιζε. Για ύπνο πήγαινα μαζί με τα πρώτα λεωφορεία στην Εγνατία, μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καπνούς από δεκάδες Δελφούς φίλτρα. Κοιμόμουν βαθιά για 10-12 ώρες, ναρκωμένος από τη ζέστη και την υγρασία, μέσα στο καθησυχαστικό ηχητικό φόντο που δημιουργούσε το περιοδικό τακ του θερμοστάτη. Υπήρξαν φορές που έχανα το φως της ημέρας, ξυπνώντας στις έξι το απόγευμα για να ξεκινήσω από την αρχή, με τυρόπιτα, καφέ και εφημερίδα. Δίπλα στον Heidegger που προσπαθούσα απεγνωσμένα να καταλάβω όλα τα χρόνια (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία), είχα και μια στοίβα προ-πο. Παρότι άσχετος με το ποδόσφαιρο, αποδελτίωνα τις εφημερίδες Προπογκόλ και 12Χ, μελετώντας εναλλακτικά συστήματα μεταβλητών. Δούλευα καθημερινά δύο με τρεις ώρες και την Παρασκευή το κατέθετα. Έπιασα δύο φορές 13άρι και πολλά 12άρια, γεγονός που μ’ έκανε περήφανο. Ακόμα και τώρα, πλησιάζω όποιον συμπληρώνει δελτίο και δείχνω προσποιητό ενδιαφέρον ώστε να αναφέρω, σε πρώτη ευκαιρία, τις επιτυχίες μου. Είναι και μια ασυνείδητη τάση για συμμετοχή σ’ έναν κόσμο απλών, βασικών ενστίκτων.
*
Επιχρωματισμένη επιστολή του φίλου Θ. H εικαστική επιμέλεια που έκανε ήταν απίστευτη.
Τα μπλογκ της εποχής ήταν τα γράμματα σε φίλους στην Αθήνα. Έφτιαχνα πολυσέλιδες επιστολές, γραμμένες και διακοσμημένες στη διάρκεια εβδομάδων, γεμάτες στίχους, φωτογραφίες, αποσπάσματα, εκμυστηρεύσεις, πόθους και λαχτάρες. Είχα αναρτήσει και σε περίοπτη θέση το μότο: «Σ’ έναν κρύο κόσμο έχεις ανάγκη τους φίλους σου για να μένεις ζεστός» με υπογραφή: «Savage Republic». Η απομόνωση είχε την εκτόνωσή της στην αλληλογραφία, αφού η πόλη δεν κατάφερνε να με αγκαλιάσει, να με αφομοιώσει. Οι παρέες του πανεπιστημίου, κορίτσια και αγόρια της επαρχίας που έσερναν παντού τις σημειώσεις τους, δεν ακολουθούσαν τις νυχτερινές εξορμήσεις. Προτιμούσαν τους απογευματινούς καφέδες, τις ταβέρνες, τη συντροφικότητα της σχέσης. Επιχείρησα μάλιστα κι εγώ μια τέτοια σχέση από την οποία ντρέπομαι να πω ότι θυμάμαι μόνο έναν μπλε καναπέ και το ραδιοκασσετόφωνο στο πάτωμα. Αντίθετα θυμάμαι να κουμπώνω με καμάρι το πρώτο κουμπί στο πουκάμισο και φορώντας τα τρομερά Shelly’s να θεωρώ εαυτόν μέλος των Velvet. Έπαιρνα ταξί για τα club λίγο έξω από το κέντρο, όπου πόζαρα απέναντι σε άλλους ποζάτους (ήξερα από τότε ότι η μόνη επανάστασή μου θα ήταν αισθητικής τάξεως) Ύστερα έριχνα κανένα μοναχικό χορό (με τίποτα Virgin Prunes ή Joy Division ώστε να εκπέμψω και το μήνυμα του εκλεπτυσμένου dark γούστου) ψάχνοντας εναγωνίως τα γυναικεία βλέμματα. Στο τρίτο ποτό είχα βγει off. Επέστρεφα δυστυχής και μόνος.
*
Τα περίφημα Shelly's Chelsea boots (σε κακή φωτογράφιση), που έφερε ο Ν. από το Λονδίνο. Τέσσερις άνθρωποι φοράγαμε τα ίδια, σε παραλαγές δέρματος ή σουέντ (χωρίς το μέταλο)
Από την Αθήνα είχα κουβαλήσει ένα μουσειακό αντικείμενο που κληρονόμησε ο Άρης από τον αδελφό του και μου το χάρισε γιατί έχανε πια στροφές: ένα πικάπ με ενσωματωμένο ενισχυτή και αποσπώμενα ηχεία. Η πατέντα με ένα χαρτονάκι στο κέντρο δούλεψε και έτσι μπορούσα να ακούω δίσκους- τα μισά λεφτά εκεί τα κατέθετα. Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αλλά ένας λόγος που με έσπρωχνε επίμονα σ’ αυτό το post ήταν για να δω μπροστά μου ξανά ονόματα που χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή αλλά με δυσκολία ανακαλώ πλέον τον ήχο τους: Αμόνγκ άδερς ήταν οι Savage Republic, Gun Club, Fall και Sisters of Mercy (η σκοτεινή πλευρά) και Rain Parade, Dream Syndicate, Green on Red και Plasticland, (οι λεγόμενοι και νεοψυχεδελικοί). Τίποτα απ’ αυτά δεν ακούγεται πια, εννοώ για λόγους εκτός νοσταλγίας. Εγώ, δηλαδή, παρότι τα αγαπώ, δεν επιστρέφω ποτέ.
*
*
Η εποχή της Θεσσαλονίκης άφησε μέσα μου κάτι που δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω. Σχετίζεται με το χρόνο και τη διαπραγμάτευση, το διάλογο που στήνει κανείς με τον εαυτό του. Στις νυχτερινές περιπλανήσεις με τα χέρια στις τσέπες, παρακολουθώντας τη διαδοχή των γραμμών στις πλάκες των πεζοδρομίων, μόνος σε μια ξένη πόλη το καταχείμωνο, αρχίζεις να αισθάνεσαι την ίδια στιγμή ισχυρός και ανίσχυρος, θωρακισμένος και ευάλωτος. Μοιάζει με ένα παράδοξο που κατάλαβα στο στρατό: όταν βρεθείς μόνος σου σε απομακρυσμένη σκοπιά, στην παγωμένη, ασέληνη νύχτα, δεν αισθάνεσαι ακριβώς ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους. Αντίθετα νιώθεις όλους τους προβολείς του σύμπαντος στραμμένους επάνω σου, όλες τις κάμερες να καταγράφουν και τις ελάχιστες ψυχικές διακυμάνσεις και ακούς τη μέσα φωνή σου σαν θηρίο που βρυχάται. Εκκωφαντικά.