vita moderna

kisses, tears & psychodramas

26.1.06

Wake me up when winter ends

Στη Discolata, τον Naftilo, τον Oneiro, τον Crazy Monkey, τη Lemon, τον Πάνο και τα υπόλοιπα παιδιά που μας διαβάζουν από εκεί. Η πόλη τους δεν έχει σχέση με τη δική μου μυθοπλασία.


Η χιονισμένη Αθήνα, με γύρισε σε άλλες εποχές. Η εξιστόρηση που ακολουθεί είναι μεγάλη και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρ’ εκτός αν τη δεις σαν παραμύθι που λέγεται δίπλα σε τζάκι γιατί η νύχτα είναι μεγάλη και ο χρόνος πολύς. Έχει πάντως δύο θετικά: στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και διαθέτει φωτογραφίες.

*


Τους χειμώνες μετά το ’84 -ως και το ’88- έμενα στη Θεσσαλονίκη ως πολιορκημένος φοιτητής (απ’ το χιονιά), σ’ ένα διαμέρισμα-ποντικότρυπα. Ήταν στη Χαραλάμπους Κυπρίου, μικρή κάθετη της Εγνατίας, στη γωνία του Χασιώτη. Ο Χασιώτης και τα κορίτσια του με τις ροζ ποδιές, ήταν συχνά οι μόνοι άνθρωποι που συναντούσα μέσα στη μέρα. Έβγαινα μόνο γι’ αυτή τη φοβερή τυρόπιτα ταψιού που υποκαθιστούσε τα δύο γεύματα και για τσιγάρα. Ίσως και για τη Βαβέλ. Παρακολουθούσα τότε τα κόμιξ λιγάκι και από μόδα, αφού μόνο δύο σκιτσογράφοι μ’ άρεσαν πραγματικά: ο Loustal και ο Pazienza. O δεύτερος, είχε αναρχικό σκίτσο ιδιαίτερα εκφραστικό και το ύφος του ήταν όλα-τα-στυλ-του-κόσμου-μαζί στην ίδια ιστορία. Θυμάμαι το «σημάδι μιας άνευ όρων παράδοσης» που με είχε ρουφήξει στο αναχωρητικό του κλίμα. Ένας νεαρός φωτογράφος (που τον θέλουν πολύ τα κορίτσια) αποτραβιέται σιγά σιγά από την παρέα, καθώς χάνει το ενδιαφέρον του για τη ζωή, ακολουθώντας την ενδιάθετη κλίση του. (Πάντα η ίδια πεισιθάνατη οπτική που σε τυλίγει στη γοητεία της, όσους από εμάς τουλάχιστον έχουμε τραφεί παιδιόθεν με το ροκ μυθιστόρημα).

*



Η Βαβέλ και ο υπόλοιπος τύπος της εποχής στοιβάζονταν πάνω στο γραφείο, ένα τραπέζι λιγάκι δήθεν, με μεταλλικούς σωλήνες για πόδια, τοποθετημένο στη γωνία των παραθύρων · το φως που περνούσε φώτιζε μια μικρή περιοχή του γραφείου -το διάβασμα χρειαζόταν απαραιτήτως πορτατίφ. Για βιβλιοθήκη χρησιμοποιούσα κάτι μαύρους κύβους από νοβοπάν που είχα εμπνευστεί και συναρμολογήσει ο ίδιος. Το κρεβάτι, ένα πλαίσιο από σανίδες που κούμπωναν στις άκρες, δεν το έβαψα ποτέ. Τώρα βρίσκεται στο εξοχικό, στο χωριό, και κάθε καλοκαίρι υπόσχομαι στη μάνα μου ότι θα το βάψω. Αν και νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια δεν με ρωτάει πια, έχει απελπιστεί.

*



Η θέα από το παράθυρο. Η Θεσσαλονίκη του κέντρου είναι βαριά και ασήκωτη.



Θυμάμαι έντονα να με τυλίγει η σιωπή. Ώρες στην ίδια θέση του γραφείου, σε μια πάνινη καρέκλα που σκιζόταν σιγά σιγά στις γωνίες της πλάτης, προσηλωνόμουν στους απέναντι τοίχους. (Συχνά το κάνω αυτό: προσηλώνομαι κάπου χωρίς σκέψεις· έτσι, έστω για λίγο γίνομαι μέρος του τοπίου- πού είσαι Κρισναμούρτι να δεις τα παιδιά σου!). Η θέα από το σημείο που καθόμουν ήταν προς τον λεγόμενο ακάλυπτο, ένα απροσδιόριστο, μελαγχολικό κέντρο που δημιουργούσαν θηριώδεις πλάτες πολυκατοικιών με ξεφλουδισμένα παραθυρόφυλλα. Εκτός της πραγματικής υγρασίας των τοίχων, εντός δέσποζε και η αφίσα της Νοσταλγίας, με όλη τη μυθολογία του νερού και της μνήμης που τη συνόδευε. Ήταν η εποχή του Ταρκόφσκι στο σινεμά, του Πεντζίκη και του π. Γοντικάκη, του Γιανναρά και του Ράμφου, του Σαββόπουλου και του Ξυδάκη, του Χ. Βακαλόπουλου στο αθηναϊκό ραδιόφωνο( με τις θρυλικές νυχτερινές του εκπομπές «διαμάντια στον ουρανό της νύχτας» ή «σκάλα για τα αστέρια», αν θυμάμαι καλά)- η ευγενής δηλαδή πλευρά ενός φαινομένου με δημιουργική κορύφωση και απογοητευτική εξέλιξη· αποχωρώντας εκείνοι, πήραν μαζί τους και την ουσιαστική αναζήτηση, το ιδιαίτερό τους βλέμμα. Στα απόνερα της τέχνης τους τσαλαβουτάνε σήμερα εθνοκεντρισμοί και αφέλειες παντοίου είδους, σε σημείο ανησυχητικό.

Στο κέντρο του δωματίου άναβε και έσβηνε διαρκώς ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ· το κλίμα της Θεσσαλονίκης με τσάκιζε. Για ύπνο πήγαινα μαζί με τα πρώτα λεωφορεία στην Εγνατία, μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καπνούς από δεκάδες Δελφούς φίλτρα. Κοιμόμουν βαθιά για 10-12 ώρες, ναρκωμένος από τη ζέστη και την υγρασία, μέσα στο καθησυχαστικό ηχητικό φόντο που δημιουργούσε το περιοδικό τακ του θερμοστάτη. Υπήρξαν φορές που έχανα το φως της ημέρας, ξυπνώντας στις έξι το απόγευμα για να ξεκινήσω από την αρχή, με τυρόπιτα, καφέ και εφημερίδα. Δίπλα στον Heidegger που προσπαθούσα απεγνωσμένα να καταλάβω όλα τα χρόνια (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία), είχα και μια στοίβα προ-πο. Παρότι άσχετος με το ποδόσφαιρο, αποδελτίωνα τις εφημερίδες Προπογκόλ και 12Χ, μελετώντας εναλλακτικά συστήματα μεταβλητών. Δούλευα καθημερινά δύο με τρεις ώρες και την Παρασκευή το κατέθετα. Έπιασα δύο φορές 13άρι και πολλά 12άρια, γεγονός που μ’ έκανε περήφανο. Ακόμα και τώρα, πλησιάζω όποιον συμπληρώνει δελτίο και δείχνω προσποιητό ενδιαφέρον ώστε να αναφέρω, σε πρώτη ευκαιρία, τις επιτυχίες μου. Είναι και μια ασυνείδητη τάση για συμμετοχή σ’ έναν κόσμο απλών, βασικών ενστίκτων.

*



Επιχρωματισμένη επιστολή του φίλου Θ. H εικαστική επιμέλεια που έκανε ήταν απίστευτη.



Τα μπλογκ της εποχής ήταν τα γράμματα σε φίλους στην Αθήνα. Έφτιαχνα πολυσέλιδες επιστολές, γραμμένες και διακοσμημένες στη διάρκεια εβδομάδων, γεμάτες στίχους, φωτογραφίες, αποσπάσματα, εκμυστηρεύσεις, πόθους και λαχτάρες. Είχα αναρτήσει και σε περίοπτη θέση το μότο: «Σ’ έναν κρύο κόσμο έχεις ανάγκη τους φίλους σου για να μένεις ζεστός» με υπογραφή: «Savage Republic». Η απομόνωση είχε την εκτόνωσή της στην αλληλογραφία, αφού η πόλη δεν κατάφερνε να με αγκαλιάσει, να με αφομοιώσει. Οι παρέες του πανεπιστημίου, κορίτσια και αγόρια της επαρχίας που έσερναν παντού τις σημειώσεις τους, δεν ακολουθούσαν τις νυχτερινές εξορμήσεις. Προτιμούσαν τους απογευματινούς καφέδες, τις ταβέρνες, τη συντροφικότητα της σχέσης. Επιχείρησα μάλιστα κι εγώ μια τέτοια σχέση από την οποία ντρέπομαι να πω ότι θυμάμαι μόνο έναν μπλε καναπέ και το ραδιοκασσετόφωνο στο πάτωμα. Αντίθετα θυμάμαι να κουμπώνω με καμάρι το πρώτο κουμπί στο πουκάμισο και φορώντας τα τρομερά Shelly’s να θεωρώ εαυτόν μέλος των Velvet. Έπαιρνα ταξί για τα club λίγο έξω από το κέντρο, όπου πόζαρα απέναντι σε άλλους ποζάτους (ήξερα από τότε ότι η μόνη επανάστασή μου θα ήταν αισθητικής τάξεως) Ύστερα έριχνα κανένα μοναχικό χορό (με τίποτα Virgin Prunes ή Joy Division ώστε να εκπέμψω και το μήνυμα του εκλεπτυσμένου dark γούστου) ψάχνοντας εναγωνίως τα γυναικεία βλέμματα. Στο τρίτο ποτό είχα βγει off. Επέστρεφα δυστυχής και μόνος.

*



Τα περίφημα Shelly's Chelsea boots (σε κακή φωτογράφιση), που έφερε ο Ν. από το Λονδίνο. Τέσσερις άνθρωποι φοράγαμε τα ίδια, σε παραλαγές δέρματος ή σουέντ (χωρίς το μέταλο)


Από την Αθήνα είχα κουβαλήσει ένα μουσειακό αντικείμενο που κληρονόμησε ο Άρης από τον αδελφό του και μου το χάρισε γιατί έχανε πια στροφές: ένα πικάπ με ενσωματωμένο ενισχυτή και αποσπώμενα ηχεία. Η πατέντα με ένα χαρτονάκι στο κέντρο δούλεψε και έτσι μπορούσα να ακούω δίσκους- τα μισά λεφτά εκεί τα κατέθετα. Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αλλά ένας λόγος που με έσπρωχνε επίμονα σ’ αυτό το post ήταν για να δω μπροστά μου ξανά ονόματα που χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή αλλά με δυσκολία ανακαλώ πλέον τον ήχο τους: Αμόνγκ άδερς ήταν οι Savage Republic, Gun Club, Fall και Sisters of Mercy (η σκοτεινή πλευρά) και Rain Parade, Dream Syndicate, Green on Red και Plasticland, (οι λεγόμενοι και νεοψυχεδελικοί). Τίποτα απ’ αυτά δεν ακούγεται πια, εννοώ για λόγους εκτός νοσταλγίας. Εγώ, δηλαδή, παρότι τα αγαπώ, δεν επιστρέφω ποτέ.

*




*


Η εποχή της Θεσσαλονίκης άφησε μέσα μου κάτι που δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω. Σχετίζεται με το χρόνο και τη διαπραγμάτευση, το διάλογο που στήνει κανείς με τον εαυτό του. Στις νυχτερινές περιπλανήσεις με τα χέρια στις τσέπες, παρακολουθώντας τη διαδοχή των γραμμών στις πλάκες των πεζοδρομίων, μόνος σε μια ξένη πόλη το καταχείμωνο, αρχίζεις να αισθάνεσαι την ίδια στιγμή ισχυρός και ανίσχυρος, θωρακισμένος και ευάλωτος. Μοιάζει με ένα παράδοξο που κατάλαβα στο στρατό: όταν βρεθείς μόνος σου σε απομακρυσμένη σκοπιά, στην παγωμένη, ασέληνη νύχτα, δεν αισθάνεσαι ακριβώς ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους. Αντίθετα νιώθεις όλους τους προβολείς του σύμπαντος στραμμένους επάνω σου, όλες τις κάμερες να καταγράφουν και τις ελάχιστες ψυχικές διακυμάνσεις και ακούς τη μέσα φωνή σου σαν θηρίο που βρυχάται. Εκκωφαντικά.

25.1.06

Σκάνδαλο

Στο Βαρνάβα Αττικής και αλλού, οι άνθρωποι έχουν μείνει χωρίς ηλεκτρικό για 48 ώρες. Βρίσκονται δηλαδή μακριά από τα blog τους για δυο ημέρες. Πόσο ν’ αντέξει κανείς.

23.1.06

No passaran!

Να μη δω παρατημένο αυτοκίνητο στο δρόμο ή κρουσταλλιασμένο παρμπρίζ. Να μην υπάρξει νιφάδα χιονιού που δεν κατεγράφη. Και να μην ακούω μαλακίες ότι διαλύονται αμέσως- άμα θέλουμε προλαβαίνουμε. Σε κάθε ξενύχτη δίνουμε δύο Λάκτες και ένα σκούφο δώρο. Το τονίζω: δώ-ρο! Επίσης: Πρώτα κάνουμε το αλκοτέστ και μετά τον βάζουμε να πιει το κονιάκ. Συνεννοηθήκαμε; Άιντε, στραβάδια. Ξέρoυν όλοι πώς μπαίνουν οι αλυσίδες ρεεεεεεεεε;

*



-Εν αναμονή της επέλασης του χιονιά λοιπόν, εδώ, στη βόρεια Φλώρινα και οι κάτοικοι έχουν οχυρωθεί στα σπίτια τους. Είναι συντονισμένοι στον Άλφα, περιμένοντας να τους δοθεί το σύνθημα της επίθεσης του καιρού. Νίκο.
-Εμείς πώς να δώσουμε το σύνθημα από ’δω αν δεν μας πεις τι καιρό έχετε εκεί; Εσάς περιμένουμε.
-Έτσι ακριβώς είναι Νίκο. Πάντως οι κάτοικοι είναι αρκετά ενοχλημένοι γιατί αργεί να δοθεί η εκκίνηση. Την περίμεναν για απόψε.
-Το χωριό είναι έτοιμο για ενδεχόμενο νυχτερινό χτύπημα από πλάγιους βορειoδυτικούς ανέμους; Το συνεργείο μας, έχει δέσει τους τσίγκους στις σκεπές;
-Έτσι ακριβώς είναι Νίκο. Η θερμοκρασία πάντως τώρα που μιλάμε βρίσκεται ακόμα στους συν δεκαπέντε, οπότε καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι να κάνουμε το ρεπορτάζ του χιονιού. Έχουν αρχίσει να εξαντλούνται και οι δημοσιογραφικές μας δυνάμεις, φοράμε συνέχεια τα μπουφάν για τις ανάγκες του ρεπορτάζ και έχουμε σκάσει.
-Εντάξει. Θέλω όμως να μείνεις εκεί Φρόσω και να μας ενημερώνεις αν κατά τη διάρκεια της νύχτας κάποιος κάτοικος ξεσκεπαστεί στον ύπνο του ή φταρνιστεί.
-Έτσι ακριβώς είναι Νίκο. Θα μείνουμε να φυλάμε και τα ζωντανά από ξαφνικές ριπές ή ενδεχόμενη χαλαζόπτωση. Θα μείνουμε για το ρεπορτάζ.
-Ευχαριστούμε πολύ Φρόσω.
-Ακριβώς

*


Έλα μ’ ακούς; Siazzzng έλα, ποιος είναι; Siazzzng ο Βαζιβασδέκς είμαι ρε από το κάπα βήτα Siazzzng έλα τι έγινε Siazzzng κοίτα πέρασε από το μπλόκο ένας μαλάκας, δεν είχε μαζί τ ούτε αλυσίδες ούτε ξηρά τροφή Siazzzng νταλίκα; Siazzzng νταλίκα Siazzzg ρωτήσατε για ξηρούς καρπούς; Siazzzng τίποτα δεν έχει, του δωσε ο Aποστόλς δύο κονσέρβες τόνο πολυσαλάτα και ένα κονιάκ πεντάρι Siazzzng εντάξει Siazzzg είπε ότι πάει μέχρι τς Ρωσίδες Siazzzng εντάξει ελέγχουμε εμείς μέχρι τς Ρωσίδες είναι λαμπίκος το οδόστρωμα Siazznjjjjaazxxjnnjjjjng καλώς Siazzzng επανάλαβε Siazzzng καλώς, καλώς Siazzzng αν οι Ρωσίδες σχολάσουνε κατά τα τέσσερις βγάλτε κουβέρτες Siazzzg χο χο τι λέτε ρε μαλάκες Siazzzng ναι, γελάτε μαλάκες, θα σας κόψει τον κώλο ο Βουλγαράκς Siazzzng έλα, καλώς Siazzzng ο Βαγγέλς ακούει; Siazzzg είναι μέσα τώρα Siazzzng πές του ότι έχει τσόντα στο Θερμαϊκός τι βι Siazzzng καλώς, ελήφθη.

20.1.06

Τα οπωροφόρα της γλώσσας

Πολλές φραγκοσυκιές έχει στις ακτές του Σαρωνικού. Είναι το πιο άγριο, νόστιμο και ελεύθερο φρούτο. Αποκλείεται ποτέ κανείς να σου κάνει την παρατήρηση γιατί κόβεις φραγκόσυκα. Ξεκινάω πρωί πρωί με παγουρίνο στην ζώνη μου και ένα κοφίνι στο δεξί μου χέρι. Στο αριστερό κρατάω ένα καλάμι όπου έχω προσαρμόσει ένα ανοιχτό από πάνω κουτί γάλα εβαπορέ. Το χώνω στο φραγκόσυκο, στριφογυρίζω λίγο και το κατεβάζω. Με έσωσε γιατί έπιανα τα φραγκόσυκα με πολλές νάιλον σακούλες, την μια μέσα στην άλλη, αλλά πάλι τα αγκάθια τις διαπερνούσαν και μου τρυπούσαν το χέρι.

*



Τρόμαξα γιατί τους είδα να έρχονται με απειλητικές διαθέσεις. Εκείνη την ώρα βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε

Αποπυρηνικοποιημένη ζώνη,
Δήμος Μπραχαμίου.


-Κύριοι, τους φώναξα. Σεβαστείτε το μέρος που είναι ιερό. Όχι βία.
Αλλά άρχιζαν να μου δίνουν καρπαζιές. Τότε αναγκάστηκα να μετέλθω το πιο οδυνηρό αλλά αναγκαίο μέσο προκειμένου να γλιτώσω.
Τους απείλησα με το καθρεφτάκι που έχω πάντα μαζί μου.
Έχω παρατηρήσει ότι μόλις δουν οι άνθρωποι στις πόλεις το σώμα τους σε βιτρίνα μαγαζιού αποστρέφουν αμέσως το βλέμμα και δεν είναι μόνο που οι πιο πολλοί είναι χοντροί…
Εν γένει φοβούνται το καθρέφτισμα.
-Κύριοι, σας προειδοποιώ. Έχω καθρεφτάκι και θα σας καθρεφτίσω.
Αμέσως απομακρύνθηκαν και μερικοί βίδωναν με το χέρι τους νοητές λάμπες πλάι στ’ αυτί τους.



*


Τις προάλλες, το φετινό καλοκαίρι, είχα ανεβεί σε μια ψηλή μουριά στην Καλλιθέα, τέρμα Θησέως.
Έτρωγα και βλέπω ένα αντρόγυνο να περνάει από κάτω. Η γυναίκα πατούσε στις μύτες ψάχνοντας κενό χώρο στα σπασμένα μούρα.
-Αμάν αυτά τα δέντρα, είπε. Τι κάνει ο δήμαρχος;
Ο άντρας της συμφώνησε μαζί της.
Τι μου ρθε και μένα.

Άσπρες μούρες, μαύρες μούρες
Είστε δυο παλογαϊδούρες


απάγγειλα δυνατά.
Ο άντρας κοντοστάθηκε, με εντόπισε και μου λέει,
-θες τίποτα φίλε;
-Γαϊδούρεεεεες -, άρχισα τάχα να τραγουδάω αμέριμνα
-Αν σου κοτάει κατέβα κάτω ρε, φωνάζει άγριος.
-Αν σου κοτάει, ανέβα εσύ πάνω ρε, του λέω κι εγώ.
Δεν πτοήθηκε και έψαχνε τρόπο να βρει ν’ ανέβει. Ως έκλαμψη μου ’ρθε κάτι που χα διαβάσει σ’ ένα ιατροδικαστικό εγχειρίδιο, πως τα πιο άγρια εγκλήματα γίνονται για ασήμαντη αφορμή.
Χώνω άτσαλα στο στόμα μου δυο, τρεις θρεμμένες μούρες, πηδάω χάμω με ευλυγισία αίλουρου και του λέω καταπρόσωπο,
-μήπως βάφτηκα κύριος;
Με κοίταξε καλά καλά και φεύγοντας κουνούσε το κεφάλι του.

Από τα Οπωροφόρα της Αθήνας, του Σωτήρη Δημητρίου, εκδ. Πατάκη



*


Τέτοια λεπτότατη παρατήρηση των ανθρωπίνων, αποτέλεσμα βαθιάς αλληλεγγύης και αγάπης για ό,τι κινείται στο περιθώριο της ζωής, δεν έχω βρει σε άλλον συγγραφέα. Η ελλειπτική αφήγησή του στήνει εικόνες μεγάλης πυκνότητας και έντασης, μεταφέροντας συγκλονιστικά τον τραυματισμό που προξενεί η ζωή σε ανθρώπους αδύναμους ή αποσυνάγωγους. Δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα του εξωτισμού, δεν μιλά γι’ αυτά από θέση ισχύος. Καταφέρνει να χαμηλώσει το βλέμμα του, κυλιέται μαζί με τους ήρωές του, τον κατουράνε οι σκύλοι. Μαζί όμως με τους ανθρώπους αγαπάει και τις λέξεις τις οποίες δουλεύει με τέτοια εμμονή και υπομονή, ώστε όταν τελικά πάρουν τη θέση τους δεν τις κουνάει τίποτα. Η διαρκής αφαίρεση και το ένστικτό του τον οδηγούν σε υποδειγματικούς διαλόγους, εξαιρετικά αληθοφανείς ενώ είναι απολύτως κατασκευασμένοι. (αποτελούν, νομίζω, απάντηση στον εύλογο προβληματισμό του Tomas). Δεν θυμάμαι να έχω κλάψει ποτέ με βιβλίο (εξαιρείται ο Όλιβερ Τουίστ των παιδικών μου χρόνων), πλην του διηγήματος «Ως κόρην οφθαλμού» από τη «Φλέβα του λαιμού», όπου ξαφνικά έγινε ένα κρακ! και παραδόθηκα στο κλάμα ελεύθερα και λυτρωτικά· από κάτω είχα συνείδηση ότι δεν ήταν ακριβώς η ζωή αλλά η Τέχνη που είχε πιάσει κέντρο και με ξετίναζε.
Είναι σπουδαίος.

*


Κλείνω με ένα σύντομο επεισόδιο πολύ λεπτών αποχρώσεων, ειδωμένο από την πλευρά του αφηγητή-συγγραφέα που κυνηγάει λέξεις:

Το στιχάκι αυτουνού που διαλαλεί τα ζαρζαβατικά εγώ το άκουσα σε μια λαϊκή και το έβαλα στο στόμα του ήρωά μου. Αλλά δεν θυμόμουν καλά, σέλινο έλεγε, σπανάκι έλεγε με ρύζι, πράσο με ρύζι.
Έτσι πήγα μια Παρασκευή στον ίδιο και του λέω,
-ποιο μυρίζει ωραία με ρύζι, το σέλινο, το σπανάκι ή το πράσο;
Αυτός με κοίταξε με τρομερή έκπληξη. Το είχε ξεχάσει τελείως, ήταν ολοφάνερο.
Τότε επιχείρησα να του προκαλέσω έναν αιφνιδιασμό μνήμης και άρχισα να του φωνάζω καταπρόσωπο αλλά όμως χαμογελαστά,
-σπανάκι με ρύζι, τι ωραία που-; Πού; που; που; Τον ρώταγα επανειλημμένα.
Τι θες ρε φίλε, μου λέει. Σπανάκι; και κοιτούσε με τρόπο τον πλαϊνό παραγωγό.
-Δεν θυμάσαι ρε φίλε; του λέω.
-Τι να θυμάμαι ρε φίλε; μου λέει. Άντε γιατί έχουμε και δουλειά.
Μόλις απομακρύνθηκα λίγο τον άκουσα να φωνάζει πολύ δυνατά για να προφτάσει τα αυτιά μου,

σέλινο με ρύζι,
τι ωραία που μυρίζει
.


*


Δεν έχουμε άλλον του ύψους του, στο διήγημα.
-----
Φωτογρ. Γιώργος Αγγελάκος από εδώ

18.1.06

breakfast with mr.Freud

Σήμερις ξύπνησα πρωί, μ' αυτόν το στίχο να φτερουγίζει πάνωθέ μου:

-Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο
άνοιξέ μας άνοιξέ μας λίγο τον Παράδεισο!

(Και επειδή είμαι της ψυχαναλυτικής, άκου τι ερμηνεία έδωκα: έρως-θάνατος-αθάνατος-thas. Καλό εεε; Ό,τι δεν καταλαβαίνετε να με ρωτάτε, μπρε!)

13.1.06

Η σιωπή και η μνήμη

Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στα ποστ, παραδόξως, δεν είναι χωρίς ήχο. Δεν είναι ένα πηγάδι που μέσα του πέφτουμε, μια τρύπα στο χρόνο· το εργαστήριο από κάτω δουλεύει, σχεδόν ακούς τις ανάσες. Στο τέλος, η καινούρια εμφάνιση, η κάθε καινούρια λέξη, ανα-συστήνει τα πρόσωπα με νέο τρόπο, φωτίζοντας αποκαλυπτικά την απουσία. Αυτή την αίσθηση έχω κάθε φορά που ανανεώνουν τα παιδιά εδώ.


Αυτοί που δεν υπάρχουν πια, κι εγώ που δεν είμαι πια το παιδί που ήμουν, ζουν στη μνήμη μου. Η μνήμη των άλλων και του εαυτού: αυτή είναι η μόνη αιωνιότητα που ξέρω, και που θα πεθάνει μαζί μου, αν δεν τη μοιραστώ με άλλους ως τότε.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη γίνει έτσι.

-----
Το διαβάζεις, το ξαναδιαβάζεις και τελικά σε διπλώνει μέσα του. Είναι απόσπασμα επιστολής (δύσκολο να την ονομάσεις mail) δικτυακής φίλης που μου εμπιστεύτηκε τις σκέψεις της και την ευχαριστώ. Για την ώρα, μένει στη σκιά.

2.1.06

personal Jesus

Θεό-θεό-θεό δε σε λέέένε
Αλλά-αλλά-αλλά τα λόγια σου καίνε
Σωκράτη εσύ σουπερστάααρ


(Δε βαριέσαι, λεπτομέρειες. Σάματις ο kukuzelis συνηθίζει να γράφει σε ίντερνετ καφέ;)



Ο τίτλος ήταν: Η χαρά (αλλά και η αγωνία) του αυτοκαθορισμού.

Το κείμενο, συνέχιζε έτσι:

Η διαρκής επαφή με διαφορετικές αντιλήψεις ή στάσεις ζωής στα πλαίσια των σύγχρονων ανεκτικών κοινωνιών, δημιουργεί ρωγμές και στην ως τώρα συμπαγή εθνική κουλτούρα. Οι πολίτες δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να επιβεβαιώνουν πάντα ένα ιδεατό μοντέλο συμπεριφοράς κοινής αποδοχής, παίρνοντας αποστάσεις από το εθνικό στερεότυπο.

Το δικαίωμα στην αυτοπραγμάτωση όμως, δεν είναι χωρίς κόστος. Όταν οι αξίες δεν αντλούνται πλέον από τους συνήθεις και παραδεδομένους μηχανισμούς παραγωγής νοήματος όπως η θρησκεία ή η πολιτική ιδεολογία, το άτομο καλείται να συγκροτήσει νέο σύστημα αρχών, χωρίς την επικύρωση ενός θεσμοθετημένου λόγου. Η αγωνία μιας τέτοιας επιλογής δεν είναι αμελητέα.

Προς έναν νέο ανθρωπισμό.

Ως ανθρωπισμός των νέων καιρών, θα μπορούσε να οριστεί το θερμό καλωσόρισμα από την κοινότητα κάθε ανθρώπινης «ιδιαιτερότητας» που δεν απειλεί το σύνολο, η αποδοχή κάθε γνήσιας έκφρασης, η αυτόματη υιοθέτηση κάθε αιτήματος χειραφέτησης. Κατανοώντας βαθιά ότι η μόνη πραγματική απειλή κατά του ανθρώπου είναι ο θάνατος, τότε αυτόματα, σχεδόν ενστικτωδώς, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η κατανόηση και η αλληλεγγύη, συγκροτούν τον τύπο, τα χαρακτηριστικά ενός νέου ανθρωπισμού, μιας ηθικής στάσης του ανθρώπου χωρίς άλλη προηγούμενη θεολογική ή φιλοσοφική θεμελίωση.

Το μόνο που μπορούμε πραγματικά να κάνουμε είναι να παρατηρούμε, να πλαταίνουμε και να ανοιγόμαστε στο μέλλον με γενναιοδωρία. Διαρκώς αλληλέγγυοι.

------
Πρόκειται για διασκευή παλιότερου ποστακίου- το παραθέτω μια και το δούλευα γιορτινές μέρες (και δεν πρόκαμα να ψάξω για πανταλόνι). Δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να το βάλουν ολόκληρο, σεβαστόν και κατανοητόν. Δούλεψαν και με φωτό, τους ευχαριστούμε πολύ. Μια μικρή σημείωση μόνο: αυτή η ιστορία με τους "αντάρτες" bloggers του ίντερνετ, έκανε, νομίζω, τον κύκλο της. Ξεπεζέψαμε και περάσαμε στα σαλόνια πια. Τα ζά απ' έξω μασουλάνε γαλήνια το σανό τους. Καλή χρονιά και δημιουργική να έχουμε, σύντροφοι. Αμάν αμήν.

1.1.06

Από 'δω και πάνω