Είδα την Πολίτικη κουζίνα, του Μπουλμέτη.
Πιάτα αραδιασμένα ως για φωτογράφηση σε περιοδικό με συνταγές μαγειρικής, κάδρα- εικαστικές συνθέσεις με το κλισέ βλέμμα του διαφημιστή-σκηνοθέτη να απελευθερώνει ομπρέλες στον ουρανό, ανεκδοτολογική περιγραφή της ζωής μέσα από στημένες σεκάνς του στυλ: ο μικρός «μάγειρας σε μπουρδέλο», ο παππούς και οι «πλανήτες-μπαχαρικά», οι παππούδες «σε περιστροφή ως δερβίσηδες». Όλη η ταινία κινείται μέσα σε ένα στρογγυλό κλίμα γλυκασμού μέχρις εξαντλήσεως, χωρίς βαθύτερη επεξεργασία του συναισθήματος, τυποποιώντας όλη αυτή την περιπέτεια των ελλήνων σε ένα ασθενές, «αισθηματικό», προβλέψιμο μέχρις κεραίας σενάριο, όπου μου ήταν αδύνατο, έστω και για λίγο να εγκαταλειφθώ ή να νιώσω κάτι. Όσο περισσότερο, μάλιστα, η ταινία κάνει σαφές ότι θέλει να σε μαγέψει με χρώματα και αρώματα μιας παρελθούσης ζωής, τόσο εσύ αδυνατείς να μυρίσεις οτιδήποτε. Όσο τα αστεία πληθύνονται, τόσο παγώνει το χαμόγελο στα χείλη σου. Όσο οι καλοί, έστω, ηθοποιοί προσπαθούν να κάνουν το λ παχύ, η φάρσα μεγαλώνει. Όσο ο κακός Χωραφάς βλέπει την τουρκοπούλα να βαδίζει προς το πεπρωμένο της και το κοριτσάκι γυρίζει να τον κοιτάξει, δεν αντέχεις και αναφωνείς: έλεος, παραδίνομαι. Τόσο κακό μελό, τέτοιο «επιπλωμένο κενό» που έλεγε και μια ψυχή!
(Ακόμη και αυτό το άλλοθι της αρτιότητας της παραγωγής, αν το βασανίσεις λιγάκι, καταρρέει. Δεν μας λείπει η αρτιότητα, ο Αγγελόπουλος είναι άρτιος από τη δεκαετία του εξήντα. Εκτός αυτού, γιατί πρέπει να χαρούμε τρελά που κάποιοι έκαναν μια επένδυση που τους «βγήκε»; Όταν τα μικρόφωνα είναι ακριβά, ο ήχος είναι καλός. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Χεστήκαμε.)
Δεν λυπάμαι βέβαια τις δύο ώρες. Λυπάμαι όμως πραγματικά που όσα λέω θα στεναχωρήσουν μια φίλη μου που είναι ευαίσθητη ψυχή και τα παίρνει κατάκαρδα.
Η Δέσποινα, όπως πάντα, πολύ καλή. Μικρή αλλά ισχυρή ως feeling, στην ταινία.
Είδα και τους «Δημόσιους χώρους», του Μαρμαρινού.
Για τριάντα παραστάσεις λέει. Μετά ακολουθεί το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Μετά ακολουθεί κάτι άλλο. Μιλάμε για παραγωγή ασταμάτητη.
Μιλάμε, επίσης, για μανιέρα. Η παράσταση είναι φέτος μια μίνι εκδοχή του «εθνικού ύμνου» και ως τέτοια, αντί για ρεβυθόσουπα σερβίρεται ορθώς, σφηνάκι aioliki! Το σενάριο και εδώ είναι θραυσματικό, στηριγμένο προφανώς σε αυτοσχεδιασμούς που κρατήθηκαν, η μουσική είναι ξανά εκκωφαντικές ροκιές, οι ηθοποιοί έχουν αυτό το εξομολογητικό, ξεγυμνωτικό, πόσο-σε-νοιάζομαι βλέμμα, η πόρτα ανοίγει και πάλι πάνω στους περαστικούς, υπάρχουν τρεχάλες σε όλο το χώρο και καλούμαστε να τρέξουμε κι εμείς. Επίσης καλούμαστε να συμμετάσχουμε αυτο-αποκαλυπτόμενοι, να κλείσουμε τα μάτια και να θυμηθούμε. Την ώρα που, παγιδευμένοι από τις παύσεις των ηθοποιών και την υποβλητικότητα του θεατρικού λόγου, είμαστε στραμμένοι προς τα μέσα, επεξεργαζόμενοι εντατικά αυτό που συντελείται, ξαφνικά, καλούμαστε να δράσουμε! Και δεν είμαστε καν σίγουροι αν πρέπει να το κάνουμε, αν μας το ζήτησε κανείς ή αποτελεί μέρος της μυθοπλασίας.
Όμως.
Όλα αυτά μπορεί ταυτόχρονα να είναι και αλλιώς.
Με τον Εθνικό ύμνο πέρυσι και τους Δημόσιους χώρους τώρα, μου φαίνεται ότι ο Μαρμαρινός, σε μια διαδικασία αναθέρμανσης παλαιών, ξεπερασμένων αιτημάτων, κατασταλάζει σε ένα θέατρο που σαφώς διαθέτει όραμα. Και το όραμά του είναι μεν ενδοκαλλιτεχνικό, αφού η θεατρική «γλώσσα» που προκρίνει είναι σαφής ως προς την καταγωγή και τις προθέσεις της για τους γνωρίζοντες (ευτυχώς έχω καλές φίλες που με ενημερώνουν για τη θεωρία), είναι παράλληλα όμως κι ένα όραμα συγκέντρωσης της διασπασμένης μας ενέργειας, μιας έστω φευγαλέας συνάντησής μας στον δημόσιο χώρο του θεάτρου, με συνενοχή και αλληλεγγύη των θεατών κάτω από τη νοσταλγική αθωότητα του “all together now”, μια ύστατη κριτική αντιπαράθεση στον υφέρποντα παντού μηδενισμό.
Η λεγόμενη «πρωτοπορία» του θεάτρου του δεν είναι, ως είθισται, διαλυτική θεσμών και αξιών. Αντιθέτως, είναι στη βάση της ηθικολογική, ενδεχομένως αφελής αλλά ζεστή! Αφήνει μια αδιόρατη, λεπτή συγκίνηση πιθανώς και λόγω του ανέφικτου που ευαγγελίζεται, μια ουτοπική, ουμανιστική οπτική συσπείρωσης των διασπαρμένων τέκνων του μοντερνισμού που ιδιωτεύουν, μια αναστροφή των φυγόκεντρων δυνάμεων προς το ιδεατό κέντρο.
Χίπηδες, νοσταλγοί, ακτιβιστές , ρομαντικοί και πάσης φύσεως ανησυχούντες, καλωσήλθατε! Οι υπόλοιποι μπορούν να φάνε ωραιότατα μύδια απέναντι, στο Avalon, και να γκρινιάξουν που χάνονται σιγά σιγά οι μεγάλοι ερμηνευτές, τα μεγάλα έργα και οι μεγάλοι έρωτες. Και εμείς εκεί ήμασταν, που λέει ο λόγος, αλλά το άλλο μας μισό κρυφοκοίταζε προς τα πίσω.
Θερμανθείτε! που λέει κι ο Χριστόδουλας!