vita moderna

kisses, tears & psychodramas

31.12.03

...Κατεβάσαμε τα φώτα για να υποδεχθούμε τον καινούριο χρόνο...


H vita moderna ευχαριστεί τους χιλιάδες, εκατομμύρια επισκέπτες της για το 2003!
Εύχεται σε όλο τον πλανήτη να κάνει sex, poetry και revolution!
Τέλος, εύχεται σε όλους υγεία, ευτυχία, αυτοπεποίθηση!

30.12.03

Τι καλά που περάσαμε!


Φέτος, δεν είδαμε χιονισμένους κορμούς και συνεπώς δεν κάναμε συνειρμούς για ερωτικούς αποκλεισμούς δίπλα στο τζάκι!

*********



Δεν συναντήσαμε τέτοια παραμυθένια αλλά αμιφισβητούμενης αισθητικής σπιτάκια και συνεπώς δεν απεραντολογήσαμε για την οικιστική αναρχία της Eλλάδας σε σχέση με τον υπόλοιπη Ευρώπη (τουλάχιστον)

*********



Δεν περπατήσαμε σε στενό γεφυράκι που είναι τρομερά επικίνδυνο να πέσεις να τσακιστείς. Έτσι δεν χρειάστηκε να τρέξουμε να βρούμε αγροτικό γιατρό, ούτε να γυρίσουμε άρον άρον πρωτοχρονιάτικα.

*********



Ούτε ξαποστάσαμε σε τέτοια μαγικά υπόστεγα τύπου caroussel, γιατί με τους ψευτορομαντισμούς και τα φιλιά, περνάει η ώρα, παγώνει ο κώλος σου, βρέχονται τα παπούτσια σου και πουντιάζεις. (κατόπιν ψάχνεις τον αγροτικό γιατρό κλπ-τα είπαμε)

*********



Αντίθετα είδαμε πολλά φωτάκια του δήμου Αθηναίων και είμαστε περήφανοι που για άλλη μια φορά δεν καταφέραμε να ξεκολλήσουμε απ' αυτήν την πόλη, ούτε να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς ένα ταξιδάκι ως τα Ζαγοροχώρια, που λέει ο λόγος. Τώρα τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί που τα καταφέρνουν και φτάνουν μέχρι και την Αυστρία, απ' όπου οι φωτογραφίες, θα σας γελάσω!
Άντε βρε, και του χρόνου!

28.12.03

A car in the galaxy!

Γύρω στις τεσσερισήμισυ με πέντε το πρωί, κατεβαίναμε πάλι τη Συγγρού με το αυτοκίνητο, έχοντας πιει, τρεις άνθρωποι -είκοσι ποτά. Δίπλα μας άλλα αυτοκίνητα που συντονίζονταν στο ρυθμό της καταβασίας , ήσυχα, βαριά ποτάμια που κυλάνε ασταμάτητα μέσα στη νύχτα αυτές τις ημέρες της γιορτής.

Επειδή έχω μια ροπή στο μελόδραμα και το αλκοόλ μεγεθύνει τις λεπτομέρειες, το μυαλό μου πρόβαλε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου,ως "σοφία της χιλιετίας", τις συλλήψεις της στιγμής:

Το σώμα, λέει την ιστορία της ζωής όσο και το πνεύμα.
ή
Η αγάπη είναι το σώμα του πνεύματος.
ή
Ζούμε τη ζωή μας ως «άλλοι»

και άλλα τέτοια ηχηρά που είτε κάπου τα έχω διαβάσει είτε τα κατασκευάζω μέσα σε δημιουργική έξαψη.

Η νύχτα, η ζέστη από το καλοριφέρ και η Sante (στο ίδιο αυτό υπνωτικό τραγούδι μέσα στα χρόνια) μετέτρεπαν το αυτοκίνητο σε υποφωτισμένη κάψουλα που ταξιδεύει στο χρόνο, μέσα σε χριστουγεννιάτικο διάκοσμο. Μπορεί να είναι προφανής και γνωστή αυτή η σύνδεση του ταξιδιού με το περιεχόμενο, το νόημα της ζωής, αλλά εκείνη την ώρα φάνταζε ως αποκάλυψη : «Ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.»

Ναι. Το ταξίδι. Η διαδρομή. Παρέα με τους δικούς σου ανθρώπους. Αλληλέγγυος.
Μόνο που τα αλκοτέστ, όσο περνάει ο καιρός, πυκνώνουν!

(καταβασία: στη βυζαντινή μουσική η επανάληψη του ειρμού του κανόνα μετά από την ολοκλήρωση των τροπαρίων κάθε ωδής.)

23.12.03

Παραμονές...



time to think, time to decorate!
time to write and time to celebrate

It's a cruel www.world!

Αν δεν έχεις παιδί, στην ηλικία μου, έχεις site. Κάνω αυτά που συνήθως κάνω και κάθε λίγο αναρωτιέμαι τι κάνει το blog: μήπως το πείραξε κανείς, μήπως ξεσκεπάστηκε και χάλασε καμμιά γραμματοσειρά, μήπως εκεί έξω στο διαδίκτυο κακοπέσει έτσι μόνο κι απροστάτευτο που τριγυρίζει... Ό,τι ώρα επιστρέψω στο σπίτι, ακόμα καλύτερα πιωμένος, απαραιτήτως θα πω την καλησπέρα μου, μέσα στην άγρια νύχτα ή στα άγρια χαράματα. Το φροντίζω σαν παιδί αλλά μοιάζει με σπιτάκι, μια γκαρσονιέρα για την οποία έχουμε κλειδιά μερικοί αλλά πότε-πότε περνάνε και κάποιοι ξέμπαρκοι. Ψάχνω μετά τα ίχνη τους, αν είναι λερωμένο το πατάκι της εισόδου, αν κάπνισαν κανα τσιγάρο, τίποτα γυναικεία αρώματα, κανένα σχόλιο(τώρα που βάλαμε και κουτί για comments), αλλά πού…Σου λένε μετά: “μπήκα, ωραίο είναι, ε, δεν έγραψα τίποτα…”

Ε, δεν έγραψε τίποταα… έτσι απλά. Θα γράψει κάποτε. Τώρα δεν είχε τι να γράψει.
Ολόκληρο σύστημα για comments κάθεται και περιμένει, ολόκληρη BlogSpeak είναι συνδεδεμένη με τα mail μου να με ειδοποιήσει αμέσως ότι κάποιος έγραψε μια μαλακία , είπε ένα γειαχαραντάν βρε αδελφέ, κάτι! Εδώ γράφουμε με αίμα τα λιγοστά μας λόγια, μετά τα στολίζουμε, τα κάνουμε times new roman, τα κάνουμε bold, μετά κοτσάρουμε και φωτό μπας και διεγείρουμε το συναίσθημα του περαστικού! Μπαααα! Τίπουτις.
Τι καμπάνες, τι δέντρα, τι φωτάκια μπας και του βγει το χριστουγεννιάτικο αγαπησιάρικο κλίμα. Τίποτα. Βιάζεται τη σήμερον, ο ηλεκτρονικός αναγνώστης-πελάτης.
Να χαρχαλεύεις με τις ώρες το template σκυμμένος πάνω από τα σπλάχνα του τέρατος, χειρούργος με την πράσινη ποδιά, στην ενδοσυνεννόηση ο άλλος blogoχειρούργος kuk, «πρόσξε αυτό», «κοίτα ετούτο», «αμάν, λάθος!», «α, ωραία, καλά τα πήγαμε!»
Να έρχεται κάποτε ο πελάτης, εσύ έχεις σκουπίσει, τακτοποιήσει. «Δεν κατάλαβα, εσύ τα γράφεις αυτά;» Ή γιατί λέει «blog», γιατί λέει “vita moderna”, γιατί λέει «ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο» γιατί έχει ένα άσπρο που λέει να βάλω e-mail, γιατί λέει thas, α, σε ’μένα δεν βγάζει αυτό, α, δεν κατάλαβα τι να κάνω.

Σου άρεσαν οι φωτογραφίες που έβαλα; απάντηση: ποιες φωτογραφίες;
Σου αρέσει το χρωματάκι το πράσινο ως φόντο; απάντηση: έβαλες φόντο;
Σου άρεσε το κείμενο του Τσαγκαρουσιάνου; απάντηση:εγώ δεν είδα κανένα κείμενο!

Τότε τι είδε; Τι κάνει στη γκαρσονιέρα; Ποιος είναι ο κύριος, η κυρία;

Απάντηση, δεν παίρνω… Μόνον ο αγέρας, κτυπά και ξανακτυπά επιμόνως τα ξεμανταλωμένα παραθυρόφυλλα της πενιχρής μου κάμαρης, δημιουργών έν ζοφερόν, τρομώδες ηχητικόν περιβάλλον, καθ’ ήν στιγμήν αι σκιαί των λιγοστών αντικειμένων χορεύουσιν τρελόν χορόν υπό τον δραματικόν φωτισμόν του θνήσκοντος κηρίου.

Απογεύματα του χειμώνα. (16.12.03)

Τα απογεύματα ξυπνάω κατά τις επτά. Αυτή την ώρα μπαίνει ένα γαλάζιο φως από τις γρίλιες που μετατρέπει το δωμάτιο σε πηγάδι. Ακούω από μακριά την κίνηση στην Ομήρου, κόρνες αυτοκινήτων που φτάνουν ως εδώ σαν μπάσες φωνές μιας μελαγχολικής μουσικής γραμμής.

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.


Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Πάλι οι σπαρακτικές κόρνες. Και πιο μακριά, άλλα μουσικά παραγγέλματα από το γυμναστήριο στο ισόγειο: everybody, move your body…everybody, my body.
Το δικό μου σώμα είναι ζεστό από τον ύπνο και αδρανές. Κάποτε ανασηκώνομαι στα μαξιλάρια . Σ’ αυτή τη στάση συνήθως αρχίζω να αναμασάω ασήμαντα γεγονότα της ημέρας , πρόσωπα και εικόνες που δεν πρόλαβα να συγκρατήσω καλά, κουβέντες που μείνανε στη μέση. Το φως φεύγει. Ακούω το πάτωμα να τρίζει.

Ανεβαίνουν παράπονα μέσα μου, μικρές θαμπές ενοχλήσεις στην επιφάνεια της ζωής.

Κάπου φαίνεται θα διασκεδάζουν
Μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
Ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά.


Πλήγωσα ανθρώπους. Με μια αίσθηση «επείγοντος» υπερασπίστηκα ένα προσωπικό «δέον» πάνω σε αθώους. Κουρδισμένος από μικρές ή μεγάλες διαψεύσεις, αθώος κι εγώ.

Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.

Μια νύχτα στη Σέριφο, να’ταν ’80, ’81; πίναμε ούζα μια μεγάλη παρέα, κάτω στο λιμάνι. Μαζί μας και κορίτσια από ξένες χώρες. Αποφάσισα, τύφλα στο μεθύσι, να πεταχτώ μέχρι τη σκηνή στην παραλία, να φέρω τσιγάρα που τελείωναν.
Η είσοδος σ’ αυτήν την παραλία γινόταν από κάποιο σημείο που περνάς σκυφτός, κάτω από πυκνά φύλλα.
Σκοτάδι πίσσα. Καθόλου φεγγάρι, χωρίς φακό. Άκουγα τη θάλασσα αριστερά μου, βάδιζα λαχανιαστός και διεγερμένος από το ποτό. Επειγόμουν να επιστρέψω, διάλεγα με το νου μου κορίτσι.

Κάποτε εντόπισα τη σκηνή, πήρα τα τσιγάρα κι άρχισα να επιστρέφω.
Δεν καταλάβαινα γιατί αλλά δεν μπορούσα να βρω την έξοδο. Άρχισα να τρέχω, πάνω κάτω. Έλεγα, δεν μπορεί, θα πέσω πάνω της τυχαία.

Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Πανικός. «Βόηθα με θεούλη μου να τη βρω», έλεγα. Τίποτα. Πάνω κάτω στην παραλία. Ερημιά. Ένα φωτάκι στο πέλαγος κουνιόταν, σκεφτόμουνα την παρέα να πίνει και να γελά. Και πάλι από την αρχή. Πάνω κάτω.

Όταν τελικά νικήθηκα, κατέρρευσα πάνω στην άμμο κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Μόνος, μέσα σε έναν αγιάτρευτο πόνο.



Υ.Γ. Τα αποσπάσματα είναι από το "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" του Οδ. Ελύτη.

Οι μοναξιές του Στάθη. (14.12.03)

Έχει γραφτεί προ δεκαετίας αλλά καθώς περνάει ο καιρός γίνεται περισσότερο επίκαιρο. Ωριμάζουν και τα κείμενα σαν το κρασί... Το παραθέτω εδώ, σε μια σελίδα που έφτιαξα ειδικά για μεγάλες καταχωρήσεις. Μια ώρα έγραφα... Άντε, καλή μελαγχολία να έχετε, είναι και βροχερή η Κυριακή, άστα να πάνε...

Σαν πλοίο που ναυάγησε στης λίμνης το θολό νερό... (10.12.03)

Σχετικά με τον προβληματισμό του kuk για συνήθειες που εγκαταλείπονται, θυμήθηκα στιχάκια του λεγόμενου "ελαφρού" τραγουδιού της δεκαετίας του 70, που αντικατοπτρίζουν σχετικώς, το λαϊκό αίσθημα της εποχής. . .

Φυλαχτό φυλαχτό, φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο… πού θα βρω για να της στείλω.
Φυλαχτό φυλαχτό, φυλαχτό να τη φυλάει κι ας μη με αγαπάει.


(Σήμερα η λέξη παραπέμπει επιεικώς σε μαγεία, καφετζούδες και γενικά συμπεριφορά λούμπεν κοινωνικών τάξεων. Ακόμα και οι Τατιάνες με τις μεσημεριανές τους εκπομπές, υποδύονται-όταν τους συμφέρει- τις μονδέρνες ορθολογίστριες, αναφερόμενες απαξιωτικά σε διάφορους χαροκαμένους καλεσμένους τους: “εσείς δηλ. πιστεύετε σε μάγια, φυλαχτά και τέτοια;”)

Τότε οι όρκοι αγάπης ήταν συχνά του τύπου «μα τον άγιο». Τα εκκλησάκια, τόπος ερωτικών συναντήσεων:
Δάκρυσαν τα μάτια σου, δάκρυσα κι εγώ, στον Αγιο Σπυρίδωνα, ένα δειλινό…
Στον Αγιο-Σπυρίδωνα, ένα δειλινό… πάλι καρδούλα μου θα στο πω, σ’αγαπώ, σ’αγαπώ

ή
Στου προφητ-Ηλία τα σοκάκια, τα βραδάκια, μου γελούσες, πόσο μ’αγαπούσες.
(αν και στο δεύτερο είναι περισσότερο γεωγραφικό το ζήτημα)

Περιττό νομίζω να αντιπαραβάλω πρόχειρα, το σήμερα:
το ζητιανάκι σου δε θα γίνωωωω
ο-πο-νο-κε-φα-λός σου θα μείνωωω
εεγώωω, μόνο εγώωωωω


Δεν μου διαφεύγει ότι πρόκειται κυρίως για διάκοσμο και όχι ουσία. Ενδέχεται δηλ. να χαζονοσταλγούμε όσα φτύναμε. Ενδέχεται οι γλυκατζούρες αυτές να είναι για το recycle bin. Δεν τα μπορώ όμως και τα κωλόπαιδα... Θεωρούν δεδομένη την ανοχή μας.

Πάντως το '70 είναι τρομερή πηγή…αν επιμείνει κάποιος να θυμηθεί θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. H Λένα είναι, ας πούμε, ικανή να κάνει και διατριβή από μνήμης.
Α ρε nostalgia, από παντού τρυπώνει...







Jingle Bells (09.12.03)

Έκανε κρύο σήμερα το πρωί. Στεκόμουν αφηρημένος δίπλα στην καφετιέρα αναπνέοντας τη ζέστη του καφέ, ακούγοντας το γνωστό κελάρυσμα του νερού, που λέει ότι η σημερινή μέρα διαδέχεται τη χθεσινή, μέσα στην ίδια χαύνωση. Ότι ήρθαν πάλι Χριστούγεννα και είμαστε σχεδόν υποχρωμένοι να μπούμε στο παραμύθι, άοπλοι και παραδομένοι στην διεγερμένη διάθεση για καραμέλλες, cutty sark, μαλακά παπούτσια, ντάμες και βαλέδες, συγνώμες και φιλιά στο στόμα, γλυκά δάκρυα.

Από τους τελευταίους μεγάλους μύθους της δύσης, θα 'θελα να τα ζήσω χωρίς ενοχές. Δύσκολο, θα μου πεις, καθώς η χαρά μας είναι παγιδευμένη από τις διαρκείς «μετα-σκέψεις», το shopping therapy δεν έχει διάρκεια, οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από ανθρώπινο πόνο ταυτόχρονα με τις γκλαμουριές , οι ζωές μας μπάζουν από παντού και «ιδέες στεγανές» βρίσκονται σε έλλειψη από την εποχή του Σιδηρόπουλου.

Έτσι, με τις αντιφάσεις μας προχωράμε. Κουτσά-στραβά. Ανεπαρκείς. Ολίγοι.
Καλές μας γιορτές.

Όσα μου έμαθε η ζωή!(02.12.03)



1. Η πίτσα την επομένη, από το ψυγείο, αντί για πρωινό: φο-βε-ρή!. Αντίθετα το σουβλάκι που κρύωσε δεν το τρων ούτε οι σκύλοι.
2. Την ώρα που αποσυνδέεσαι από το internet και βάζεις το καλώδιο στο τηλέφωνο, πάντα μα πάντα θυμάσαι επιτέλους τι άλλο ήθελες να δεις…
3. Έξι τραγούδια είναι το μάξιμουμ που μπορεί να ξεχωρίσεις σε έναν δίσκο. Τρία είναι το σύνηθες. Στα τέσσερα, λες, ωραία, πολύ καλός μου βγήκε. Στα πέντε νιώθεις ρίγη συγκινήσεως. Στα έξι δεν αντέχεις παίρνεις τηλέφωνο: Καλά, μιλάμε για το δίσκο της δεκαετίας! Πάρ’ τον σήμερα!
4. Η διαφορά των γονιών μας από εμάς τους νεότερους έγκειται στο γεγονός ότι εκείνοι αγόραζαν(-ουν) πάντα το ίδιο σαπούνι ενώ εμείς πάντα διαφορετικό. Αυτό συνοψίζει άλλωστε τη διαφορά του μοντέρνου από το μεταμοντέρνο.
5. Σιγά μην ξέρει κανείς μας πόσα λεπτά του ευρώ κάνει μια σοκοφρέτα. Παλιά ήξερες το κατοστάρικο. Τώρα πόσο να είναι, τριάντα, σαράντα, σαρανταπέντε; Φτου σκουληκομερμηγκότρυπα.
6. Πόσα ευρώ έχει το λίτρο η βενζίνη; Σιγά μην ξέρετε…Τόσα , άλλωστε, είχε την προηγούμενη εβδομάδα. Εγώ δεν έχω ιδέα.
7. Ποιος μπορεί να αγγίξει με το σαγόνι τον αγκώνα του;
8. Ό,τι απομεινάρι έχει μείνει στο φλυντζάνι του καφέ( γαλλικός με γάλα) , τουλάχιστον μια ημέρα μετά (και μιάμιση-δύο) πίνεται μια χαρά, σου περνάει όμως και μια μικρή ανησυχία: λες να έπαθε τίποτα; Και η φωνή μέσα σου: όχι μωρέ, τόσο δα είναι, τι θα πάθεις….
9. Η διαφορά του γοητευτικού από το γελοίο είναι εκείνο το τελευταίο ποτό που παραγγέλνεις μέσα σε κύματα εκστατικού ενθουσιασμού. Αντέχω, λες, η χαρά μου θα γίνει μεγαλύτερη…Λάθος. Ακόμα κι αν αντέχεις οι -σπανίως εκστατικές-γυναίκες θα σου γυρίσουν την πλάτη.
10. Ποιος δεν προσπάθησε (αφού το διάβασε ) να αγγίξει με το σαγόνι τον αγκώνα του; Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη!
Εν το παν, φίλοι μου!

Ελπίζω μόνο, να μην έχει δίκιο!(28.11.03)

"Νομίζω ότι ο καρκίνος-δεν είμαι ειδικός ούτε γιατρός αλλά έτσι νομίζω- είναι συνέπεια των ανέκφραστων ονείρων και του πειθαναγκασμού να κάνεις πράγματα που δεν είναι ο εαυτός σου".

Τάδε έφη Sting, θιασώτης μάλιστα του ταντρικού σεξ, κατά το οποίο το ζευγάρι παραμένει επί οκτώ ώρες στο κρεβάτι συνουσιαζόμενο. (Εντάξει, προφανώς θα λένε και κανα ανέκδοτο ανάμεσα, να σπάει η μονοτονία.)

"Η δική μου εκκλησία είναι το πρόσωπο με το οποίο ζω. Είναι η σύνδεσή μου με το ιερό"

Καλά, πού έμαθε και μιλάει έτσι αυτός ο Sting, ε;

Νεοέλληνες συγγραφείς, ουουου...να φαν' κι οι κότες!(27.11.03)


Αν θες είσαι αυστηρός μαζί τους. Εγώ συμπάσχω με τις αγωνίες τους και τους στηρίζω. Ό,τι θέλω κάνω!

Ο Μιχ. Μιχαηλίδης που γούσταρα παλιότερα για τον «μηχανισμό της σύγχυσης» πήρε φέτος βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για τη "σκύλα και το κουτάβι" του. Για να δούμε.
Σε παρόμοια θεματολογία (σεξουαλικά πάθη μεγαλοαστών και μη) και ο Σπ. Καρυδάκης, με ύφος όμως εναλλακτικού αντιρρησία συνείδησης, σε ένα εκκωφαντικό -ο Θεός να το κάνει- αφήγημα που με μαγνήτισε και το σκεφτόμουν μέρες. Ωραίος. Εφετζής. Και με τίτλο που φυσάει: «άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου»

Τελευταία διάβασα τον Αρ. Αντονά και το βιβλιαράκι του ‘ο φλογοκρύπτης’ κατά το πνεύμα και στυλ του μεγάλου Ε.Χ.Γονατά και του «φιλόξενου καρδινάλιου» του. (Αυτό το κείμενο πολύ θα ‘θελα να το δω κάποτε γυρισμένο σε ταινία μικρού μήκους). Καλός κι ο Αντονάς, καλύτερος όμως ο δάσκαλος.

Δύο νέοι για τους οποίους διαβάζω καλές κριτικές , σουρτουκιάζουν επίσης σε δρόμους του λεγόμενου «φανταστικού». Χρήστος Αστερίου: Το γυμνό της σώμα και
Λίλα Κονομάρα: Μακάο. Να τους πάρω κι αυτούς.

Εντύπωση μου έχει κάνει και κάποια Άντζελα Δημητρακάκη (τη χάζεψα στην τηλεόραση λίγο) με το βιβλίο της : «Αντιθάλασσα». Πολύ διεγερτικός τίτλος.

Άλλοι νεοέλληνες που έχω σημειώσει από κριτικές κατά καιρούς και υποτίθεται είναι ελπιδοφόροι. Οι περισσότεροι διηγηματογράφοι:

Δημοσθένης Καμπούρης: Στη βροχή με μηχανάκι
Παντελής Κοντογιάννης: Συνεπιβάτες
Ιγνάτης Χουβαρδάς: Η δουλειά μου ως γυμνού μοντέλου
Τάσος Χατζητάσης: Έντεκα σικελικοί εσπερινοί (βραβ. 1998)
Λύο Καλοβυρνάς: Αστάρτη
Νιόβη Λύρη: Οι εθελοντές
Μαίρη Νταή: Όλα ήταν μουρουνόλαδο
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: Βαθύ πηγάδι
Ευμορφία Καραμπατάκη: Άρια ντα κάπο
Δημήτρης Μίγγος: Των κεκοιμημένων
Κώστας Βούλαγαρης: Στο όνειρο μόνο η Πελοπόννησος.
Γιώργος Γκόζης: Ο νυχτερινός στο βάθος. (δεν τρελάθηκα μ αυτόν)
Κοσμάς Χαρπαντίδης: Το έκτο δάχτυλο (το ίδιο)

Κανένας δεν φτάνει, παιδί μου, τον Σωτήρη Δημητρίου, τι να λέμε τώρα.

Μου άρεσε πολύ η Μιχαλοπούλου στο «γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη» και αρκετούτσικα ο Θανάσης Χειμωνάς με την «ανεξιχνίαστη ψυχή» του.

Τέλος , μας προτείνω το μικρό βιβλίο του ψυχίατρου Πέτρου Χαρτοκόλλη «Ιδανικοί Αυτόχειρες»-έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν (Κ.Καρυωτάκης, Ν.Λαπαθιώτης, Π.Γιαννόπουλος, Ι.Συκουτρής, Π.Δέλτα) ώστε να απαντήσουμε στο άλυτο ψυχαναλυτικό αυγό του κολόμβου: είναι η αυτοκτονία μια πράξη δειλίας ή μια πράξη θάρρους; (σύμφωνα με τη διατύπωση του Π.Τατσόπουλου που κάνει και την κριτική του βιβλίου στα ΝΕΑ)

Με τις υγείες μας. Κόοοτ κοτ κοτ.


λες και ήταν χθες...(24.11.03)

i will fly you to the moon and back
if you 'll be, if you 'll be my baby..Καλή η Τουρκαλίτσα αλλά κι αυτή η ποπ κουλτούρα δεν μας αφήνει σε ησυχία... Ακούω από το πρωί το παλιότερο αυτό τραγούδι των Savage Garden και ψιλοτραγουδάω...
Να είσαι, λέει, πιτσιρικάς στα 15, 16 σου χρόνια, να καίγεσαι για ένα φιλί στο στόμα και εκείνη, να αποφασίζει ξαφνικά πως ναι, θέλει να γίνει το κορίτσι σου! Πόσα πράγματα στη γη μπορούν να σε κάνουν ευτυχέστερο; ε; Προσωπικώς δεν μου 'ρχονται... Σε 'σας;

μυθική, ερωτική λογοτεχνία, οικιστικής αναρχίας!

Βάλε με στην αγκαλιά σου (αχ)
για να κοιμηθώ κοντά σου
βάλε με φως μου βάλε με
και πριν να φέξει βγάλε με.

Βάλε με από το πορτί σου (αχ)
για να κοιμηθώ μαζί σου
βάλε με φως μου βάλε με
και πριν να φέξει βγάλε με.

Βάλε με από το ντουβάρι (αχ)
μη μας πάρουνε χαμπάρι
βάλε με φως μου βάλε με
κι από τη μάντρα βγάλε με!

Με τη φωνή της Μαρίκας Καναροπούλου ή Τουρκαλίτσας ένα διεγερτικό,
νυχτερινό μπες-βγες για μερακλήδες εραστές,
σε ζεϊμπέκικο του Βαγγέλη Παπάζογλου.
Κορυφαίο. Αντίδοτο σε πάσης φύσεως πόνους.

22.12.03

(20.11.03)

Είδα την Πολίτικη κουζίνα, του Μπουλμέτη.

Πιάτα αραδιασμένα ως για φωτογράφηση σε περιοδικό με συνταγές μαγειρικής, κάδρα- εικαστικές συνθέσεις με το κλισέ βλέμμα του διαφημιστή-σκηνοθέτη να απελευθερώνει ομπρέλες στον ουρανό, ανεκδοτολογική περιγραφή της ζωής μέσα από στημένες σεκάνς του στυλ: ο μικρός «μάγειρας σε μπουρδέλο», ο παππούς και οι «πλανήτες-μπαχαρικά», οι παππούδες «σε περιστροφή ως δερβίσηδες». Όλη η ταινία κινείται μέσα σε ένα στρογγυλό κλίμα γλυκασμού μέχρις εξαντλήσεως, χωρίς βαθύτερη επεξεργασία του συναισθήματος, τυποποιώντας όλη αυτή την περιπέτεια των ελλήνων σε ένα ασθενές, «αισθηματικό», προβλέψιμο μέχρις κεραίας σενάριο, όπου μου ήταν αδύνατο, έστω και για λίγο να εγκαταλειφθώ ή να νιώσω κάτι. Όσο περισσότερο, μάλιστα, η ταινία κάνει σαφές ότι θέλει να σε μαγέψει με χρώματα και αρώματα μιας παρελθούσης ζωής, τόσο εσύ αδυνατείς να μυρίσεις οτιδήποτε. Όσο τα αστεία πληθύνονται, τόσο παγώνει το χαμόγελο στα χείλη σου. Όσο οι καλοί, έστω, ηθοποιοί προσπαθούν να κάνουν το λ παχύ, η φάρσα μεγαλώνει. Όσο ο κακός Χωραφάς βλέπει την τουρκοπούλα να βαδίζει προς το πεπρωμένο της και το κοριτσάκι γυρίζει να τον κοιτάξει, δεν αντέχεις και αναφωνείς: έλεος, παραδίνομαι. Τόσο κακό μελό, τέτοιο «επιπλωμένο κενό» που έλεγε και μια ψυχή!

(Ακόμη και αυτό το άλλοθι της αρτιότητας της παραγωγής, αν το βασανίσεις λιγάκι, καταρρέει. Δεν μας λείπει η αρτιότητα, ο Αγγελόπουλος είναι άρτιος από τη δεκαετία του εξήντα. Εκτός αυτού, γιατί πρέπει να χαρούμε τρελά που κάποιοι έκαναν μια επένδυση που τους «βγήκε»; Όταν τα μικρόφωνα είναι ακριβά, ο ήχος είναι καλός. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Χεστήκαμε.)

Δεν λυπάμαι βέβαια τις δύο ώρες. Λυπάμαι όμως πραγματικά που όσα λέω θα στεναχωρήσουν μια φίλη μου που είναι ευαίσθητη ψυχή και τα παίρνει κατάκαρδα.

Η Δέσποινα, όπως πάντα, πολύ καλή. Μικρή αλλά ισχυρή ως feeling, στην ταινία.


Είδα και τους «Δημόσιους χώρους», του Μαρμαρινού.

Για τριάντα παραστάσεις λέει. Μετά ακολουθεί το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Μετά ακολουθεί κάτι άλλο. Μιλάμε για παραγωγή ασταμάτητη.

Μιλάμε, επίσης, για μανιέρα. Η παράσταση είναι φέτος μια μίνι εκδοχή του «εθνικού ύμνου» και ως τέτοια, αντί για ρεβυθόσουπα σερβίρεται ορθώς, σφηνάκι aioliki! Το σενάριο και εδώ είναι θραυσματικό, στηριγμένο προφανώς σε αυτοσχεδιασμούς που κρατήθηκαν, η μουσική είναι ξανά εκκωφαντικές ροκιές, οι ηθοποιοί έχουν αυτό το εξομολογητικό, ξεγυμνωτικό, πόσο-σε-νοιάζομαι βλέμμα, η πόρτα ανοίγει και πάλι πάνω στους περαστικούς, υπάρχουν τρεχάλες σε όλο το χώρο και καλούμαστε να τρέξουμε κι εμείς. Επίσης καλούμαστε να συμμετάσχουμε αυτο-αποκαλυπτόμενοι, να κλείσουμε τα μάτια και να θυμηθούμε. Την ώρα που, παγιδευμένοι από τις παύσεις των ηθοποιών και την υποβλητικότητα του θεατρικού λόγου, είμαστε στραμμένοι προς τα μέσα, επεξεργαζόμενοι εντατικά αυτό που συντελείται, ξαφνικά, καλούμαστε να δράσουμε! Και δεν είμαστε καν σίγουροι αν πρέπει να το κάνουμε, αν μας το ζήτησε κανείς ή αποτελεί μέρος της μυθοπλασίας.

Όμως.

Όλα αυτά μπορεί ταυτόχρονα να είναι και αλλιώς.

Με τον Εθνικό ύμνο πέρυσι και τους Δημόσιους χώρους τώρα, μου φαίνεται ότι ο Μαρμαρινός, σε μια διαδικασία αναθέρμανσης παλαιών, ξεπερασμένων αιτημάτων, κατασταλάζει σε ένα θέατρο που σαφώς διαθέτει όραμα. Και το όραμά του είναι μεν ενδοκαλλιτεχνικό, αφού η θεατρική «γλώσσα» που προκρίνει είναι σαφής ως προς την καταγωγή και τις προθέσεις της για τους γνωρίζοντες (ευτυχώς έχω καλές φίλες που με ενημερώνουν για τη θεωρία), είναι παράλληλα όμως κι ένα όραμα συγκέντρωσης της διασπασμένης μας ενέργειας, μιας έστω φευγαλέας συνάντησής μας στον δημόσιο χώρο του θεάτρου, με συνενοχή και αλληλεγγύη των θεατών κάτω από τη νοσταλγική αθωότητα του “all together now”, μια ύστατη κριτική αντιπαράθεση στον υφέρποντα παντού μηδενισμό.

Η λεγόμενη «πρωτοπορία» του θεάτρου του δεν είναι, ως είθισται, διαλυτική θεσμών και αξιών. Αντιθέτως, είναι στη βάση της ηθικολογική, ενδεχομένως αφελής αλλά ζεστή! Αφήνει μια αδιόρατη, λεπτή συγκίνηση πιθανώς και λόγω του ανέφικτου που ευαγγελίζεται, μια ουτοπική, ουμανιστική οπτική συσπείρωσης των διασπαρμένων τέκνων του μοντερνισμού που ιδιωτεύουν, μια αναστροφή των φυγόκεντρων δυνάμεων προς το ιδεατό κέντρο.

Χίπηδες, νοσταλγοί, ακτιβιστές , ρομαντικοί και πάσης φύσεως ανησυχούντες, καλωσήλθατε! Οι υπόλοιποι μπορούν να φάνε ωραιότατα μύδια απέναντι, στο Avalon, και να γκρινιάξουν που χάνονται σιγά σιγά οι μεγάλοι ερμηνευτές, τα μεγάλα έργα και οι μεγάλοι έρωτες. Και εμείς εκεί ήμασταν, που λέει ο λόγος, αλλά το άλλο μας μισό κρυφοκοίταζε προς τα πίσω.

Θερμανθείτε! που λέει κι ο Χριστόδουλας!


Αρχεία Ανενεργά!(05.10.03)

Ακολουθώντας μια σειρά συνειρμών, ας υποθέσουμε τυχαίων, κατέβασα από το ράφι τον δίσκο των Gang of Four “Solid Gold”. Είναι δίσκος του 1981, εισαγωγής, φορτωμένος με καλοκαιρινά μεσημέρια στο πατρικό και νεότητα βουτηγμένη στην ονειροπόληση. Δίσκος που ακούω σπανιότατα, μαζί με δεκάδες άλλους που δεν άντεξαν στο χρόνο ή ο χρόνος (και οι καλλιτεχνικές τάσεις) δεν προχώρησαν αρκετά ώστε να τους αναστήσει. Παρόλα αυτά , η συγκίνηση για άλλη μια φορά σε μουδιάζει ολόκληρο. Έχοντας απομακρυνθεί ψυχικά από την περίοδο εκείνη, ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα και θυμάσαι. Νομίζω πως η νοσταλγία είναι ίδια σε όλα τα μήκη και πλάτη, από καταβολής κόσμου.

Όμως αυτά, λίγο πολύ είναι γνωστά. Άλλο με αναστατώνει. Πότε άκουσα τελευταία φορά αυτόν το δίσκο; Υπήρξε, ας πούμε, ένα απόγευμα Ιουλίου του 1984 που τοποθέτησα το δίσκο στο φάκελο και τον άφησα στη θέση του; Να ήταν 1987; Ποιος ξέρει. Πάντως υπήρχε πάντα εκεί ως δυνατότητα να επιστρέψω, και αυτή η δυνατότητα, αυτό το δυνάμει γίνεται ενεργεία σήμερα, 5 Οκτωβρίου 2003, στις 6:43 ώρα υπολογιστή. Συγκλονιστικό; Ναι, έτσι μου φαίνεται.
Διαθέτοντας λοιπόν, αυτούς τους περίπου χίλιους δίσκους, είναι μαθηματικώς βέβαιο πως κάποιες δυνάμει επιστροφές μου θα μείνουν για πάντα δυνατότητες. Δίσκοι που δεν θα ακουμπήσουν στο πλατώ ποτέ ξανά, αυλάκια σκονισμένα.
Δίσκοι-δυνατότητες, συναισθηματικές βόμβες που δεν θα εκραγούν ξανά γιατί ο μοναδικός τους αποδέκτης θα απουσιάζει. Και όπως στα αρχεία του υπολογιστή, σε κάθε δίσκο θα μείνει μια τέτοια περίπου κρυφή ένδειξη:
Δίσκος βινυλίου, ροκ, 24 / 02/ 1982. Εκτελέστηκε: 7/ 05/ 1989. 22: 17

Και ένα μικρό συμπέρασμα: Ένας άνθρωπος που τοποθετεί ένα φλυτζάνι στη θέση του, ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη, ένα γράμμα στο συρτάρι , είναι ένας ιερέας που ιερουργεί. Με το δέος της πιθανής «τελευταίας φοράς».

Καλές ακροάσεις φίλοι μου!

Κλειστά κάδρα. (29.09.03)

Ένας άνθρωπος ζει και πεθαίνει.To ίχνος που αφήνει πίσω του, μια φωτογραφία σαλονιού στα ασφυκτικά όρια της οποίας αγωνίζεται να πείσει ότι έζησε με τρόπο που άξιζε τον κόπο, ταξιδεύει ερήμην του. Η καμπύλη της ζωής του σε κάποιο ανώτερο σημείο της, σε υψηλή «τιμή», εγκλωβισμένη οριστικά σε μια «εκτύπωση», αποκτά τη δική της, αυτόνομη ζωή. Χρόνια μετά την αποδημία του εις Κύριον και ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας έχουν κι αυτά ξεκληριστεί λίγο ως πολύ, ο ίδιος άνθρωπος συνεχίζει να ατενίζει το μέλλον με δύναμη και αισιοδοξία. Είναι ο σταθερός και αιώνιος ήρωας του σαλονιού, παρέα συνήθως με άλλους ήρωες που ταξιδεύουν μαζί του, πλαισιωμένοι κι αυτοί, στο χρόνο.

Δεν ξέρω άνθρωπο που απέναντι στην κολακεία ενός φωτογραφικού φακού που τον σημαδεύει να μην προσπάθησε να ανταποκριθεί υπερβάλλοντας λίγο ή πολύ, τα στοιχεία της γοητείας του. Το σώμα ακουμπάει νωχελικά στο πίσω πεζούλι, η έκφραση αποκτά ποιητικότητα, επιστρατεύονται χαμόγελα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα που καπνίζουν και καπνίζονται με πάθος και ηρωισμό. Αθώος και ανυποψίαστος για την επερχόμενη καταιγίδα, σκηνοθετεί μια εικόνα του εαυτού του, αυτοσχεδιάζοντας στοιχεία κλισέ που ανασύρονται πρόχειρα.
Αυτή η πόζα αιωνιότητας και η αναπόφευκτη διάψευση που την ακολουθεί, ορίζει για άλλη μια φορά τον άνθρωπο ως « τραγικό ον» στη σκηνή του κόσμου. Αυτή τη διαπίστωση πενθούμε κάθε φορά που αντικρίζουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα και όχι τόσο την απώλειά τους. Το «θράσος» τους να χλευάσουν το θάνατο τόσο αδέξια, η τρυφερότητα που ενέχει μια τέτοια κίνηση αλαζονείας, μας φέρνει δάκρυα στα μάτια.

Σε μια φωτογραφία μου στο στρατό, κρατάω το όπλο στους ώμους, με τη φυσικότητα ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του τριγυρνώντας σε λόγγους και ραχούλες. Στα μάτια μου αντικατοπτρίζεται η ζωή του δάσους…Ολόκληρος στυλάτη πόζα και ρεμβασμό! Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική αλλά μικρή σημασία έχει. Όταν διηγείσαι μια ιστορία ζωής όλο και κάποιος θα βρεθεί να την ακούσει. Πρώτο θύμα της γοητείας μου ήταν φυσικά η μάνα μου κι έτσι, για χρόνια τώρα στο τραπέζι του σαλονιού υποδύομαι τον αντάρτη των βουνών, εγώ, ένας άνθρωπος συνήθως κλειστός και φιλάσθενος.
Αλλά και φίλοι ή συγγενείς , που ξέρουν το ...ποιον μου, κανείς δεν βρίσκεται να αντιδράσει απέναντι σε μια τόσο προφανή διαστρέβλωση της αλήθειας. Κανείς δεν λέει : «βρε, τι παριστάνεις εδώ, για πες μας!». Όλοι αναγνωρίζουμε σε αλλήλους αυτή τη μικρή πολυτέλεια της μεταμόρφωσης, αφού τι τώρα τι αργότερα, για όλους, πάντα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!